“Το ανάλογο αξίωμα της κοινωνικής μηχανικής είναι: Αν κάτι δεν έχει αναφερθεί, δεν συνέβη ποτέ”
"Σε Έναν Κόσμο Προπαγάνδας, Η Αλήθεια Είναι Πάντα Μια Συνωμοσία"
"Το Ποιο Επικίνδυνο Από Όλα Τα Ηθικά Διλήμματα Είναι Όταν, Είμαστε Υποχρεωμένοι Να Κρύβουμε Την Αλήθεια Για Να Βοηθήσουμε Την Αλήθεια Να Νικήσει"

Το Κυπριακό Ζήτημα Από Το 1878 Έως Σήμερα

1878-1954

Είναι δύσκολο να επιχειρήσει κανείς μια ανάλυση για τις εξελίξεις του κυπριακού ζητήματος, χωρίς προηγουμένως να προβεί σε μια -έστω- αδρή ιστορική αναφορά στα κυριότερα γεγονότα-σταθμούς. 

Το 1878, μετά από 307 έτη οθωμανικής κατοχής, η διοίκηση και η κατοχή της Κύπρου παραχωρήθηκαν από την Τουρκία στη Βρετανική Αυτοκρατορία, ως αντάλλαγμα για την υποστήριξη των τουρκικών θέσεων από την τελευταία κατά το Συνεδρίου του Βερολίνου (είχε προηγηθεί ήττα Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον ρωσο-τουρκικό πόλεμο) (Συρίγος, 2015). 

Ο Οθωμανός Σουλτάνος, όμως, παρέμενε τυπικά κυρίαρχος, ενώ η Μεγάλη Βρετανία τού παραχωρούσε ως αποζημίωση ένα ποσό το οποίο καταβαλλόταν σε ετήσια βάση. Το 1914 αναγνωρίστηκε στη Λωζάννη από την Τουρκία η προσάρτηση της Κύπρου στη Μεγάλη Βρετανία, σύμφωνα με το άρθρο 20 της ομώνυμης Συνθήκης Ειρήνης, και το 1925 η Μεγαλόνησος ανακηρύχθηκε επισήμως αποικία του βρετανικού στέμματος (Τούντα-Φεργάδη, 2007).

Ήδη από το 1878 ο κυπριακός λαός προσέβλεπε στην ένωση με την Ελλάδα – χωρίς, όμως, επιτυχία. Η Μεγάλη Βρετανία αποφάσισε τόσο πριν (1912), όσο και κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1915) να παραχωρήσει την Κύπρο στην Ελλάδα, αλλά θα προχωρούσε σε αυτή την κίνηση μόνο στην περίπτωση της άμεσης ή έμμεσης εμπλοκής της Ελλάδας στον πόλεμο, ως μέλος των Δυνάμεων της Αντάντ (Τούντα-Φεργάδη, 2007). 

Εντούτοις κάτι τέτοιο δεν επετεύχθη, λόγω των λανθασμένων επιλογών των προσώπων που ήσαν υπεύθυνα για την ελληνική εξωτερική πολιτική, συνιστώντας ένα μελανό στοιχείο στην ιστορία του Κυπριακού. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η κυβέρνηση Εμμανουήλ Τσουδερού δεν άφησε το Κυπριακό να περιέλθει σε λήθη, και προσπάθησε να δώσει λύση στο πρόβλημα. Ειδικότερα, το 1941 απευθύνθηκε στον Πρεσβευτή της Μεγάλης Βρετανίας ώστε να παραχωρηθεί η Κύπρος στην Ελλάδα, προτείνοντας να δοθεί στην Ελλάδα «ως δώρον προσωπικόν εις τον Βασιλεά Γεώργιον Β’» (Τούντα-Φεργάδη, 2007). 

Μεταξύ άλλων είχε προτείνει και τον τρόπο διοίκησης του νησιού, όπου θα συμμετείχαν και αγγλικές υπηρεσίες. Εντούτοις, η Μ. Βρετανία δίστασε να ικανοποιήσει τα αιτήματα, αποφεύγοντας επιμελώς να δεσμευθεί πως θα παραχωρούσε την Κύπρο στην Ελλάδα, παραπέμποντας το ζήτημα για το τέλος του πολέμου. Ωστόσο, εκ των υστέρων φάνηκε ότι η πραγματική πρόθεση της Μ. Βρετανίας δεν ήταν η μετάθεση του ζητήματος, αλλά η μη παράδοση του νησιού στην Ελλάδα.

Μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η βρετανική ισχύς άρχιζε να εξασθενεί, μιας και είχε απωλέσει σημαντικά αποικιακά εδάφη, τα οποία ήταν ιδιαίτερου γεωστρατηγικού ενδιαφέροντος. Ειδικότερα, αποχώρησε από την Παλαιστίνη, το Σουέζ, παραχώρησε την ανεξαρτησία στην Ινδία, ενώ η κυρίαρχη θέση που διατηρούσε στη Μέση Ανατολή τέθηκε υπό αμφισβήτηση. Υπό το πρίσμα αυτό, το Λονδίνο δεν ήταν πρόθυμο να συναινέσει σε οποιαδήποτε υποχώρηση από την Ανατολική Μεσόγειο, η οποία θα έπληττε τα στρατηγικά και αμυντικά συμφέροντά του, με την Κύπρο να αναδεικνύεται αυτομάτως ως αποικία με σημαντική στρατηγική σημασία για τη διασφάλιση και προώθηση των πάσης φύσεως βρετανικών συμφερόντων στην περιοχή (ΚΑΡΥΟΣ, 2014). 

Το 1950 διενεργήθηκε από το Εθναρχικό Συμβούλιο της Κύπρου δημοψήφισμα μεταξύ των Ελληνοκυπρίων, και το αποτέλεσμά του διατράνωνε -με συντριπτικό ποσοστό 95,7% υπέρ- την θέληση για ένωση με τη Μητέρα-Πατρίδα. Ωστόσο, όταν το αποτέλεσμα αυτό αναγγέλθηκε στο βρετανό κυβερνήτη της Κύπρου, εκείνος απάντησε γραπτώς ότι για τη χώρα του δεν ετίθετο ζήτημα που να αφορούσε «ένωση» της Κύπρου με την Ελλάδα (Κρανιδιώτης,1981).



Το 1954 η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπάγου έλαβε την απόφαση της διεθνοποίησης του Κυπριακού, προσφεύγοντας στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Η πρόθεση αυτή ήρθε ως αποτέλεσμα της αδιαλλαξίας της βρετανικής πλευράς να συζητήσει το θέμα σε διμερές επίπεδο. Ακολούθησαν άλλες 4 προσφυγές μέχρι το 1958, ζητώντας την αναγνώριση στην κυπριακή πλευρά του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης. Παρά την όλη προσπάθεια, οι ελληνικές προσφυγές δεν είχαν αποφέρει –ούτε μπορούσαν από μόνες τους να επιφέρουν– την επίλυση του Κυπριακού στη βάση του δίκαιου αιτήματος των Ελλήνων κατοίκων του νησιού για αυτοδιάθεση (Κλάψης, 2014).

1955-1967

Την 1η Απριλίου του 1955 η μυστική ελληνοκυπριακή οργάνωση ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) ξεκίνησε τον αγώνα κατά του βρετανικού αποικιακού καθεστώτος και υπέρ της ενώσεως με την Ελλάδα. Επικεφαλής ετέθη ο απόστρατος συνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας. Στόχος δεν ήταν να απελευθερώσει απ’ ευθείας το νησί από τον αποικιακό ζυγό, αλλά να ευαισθητοποιήσει τόσο τη βρετανική όσο και τη διεθνή κοινή γνώμη στο Κυπριακό, και να ασκήσει πίεση για την αποχώρηση των Βρετανών (Συρίγος, 2015). 

Ο απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ είχε δημιουργήσει αρνητικό κλίμα στην Τουρκία εις βάρος της Ελλάδας, καθώς κατηγορούσε την ελληνική ομογένεια ότι χρηματοδοτούσε τους Ελληνοκύπριους. Αποτέλεσμα των ως άνω υπήρξαν τα τραγικά γεγονότα της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης το 1955 – τα λεγόμενα Σεπτεμβριανά, κατά τα οποία διαπράχθηκαν βιαιοπραγίες κατά της ομογένειας. Με τα γεγονότα αυτά είχε πλέον επέλθει ο καταποντισμός των ελληνοτουρκικών σχέσεων, και η Τουρκία ήρθε στο προσκήνιο του Κυπριακού ζητήματος, με αποκορύφωμα την απειλή για πόλεμο στην περίπτωση ενώσεως με την Ελλάδα (Συρίγος, 2015).

Ο αγώνας της ΕΟΚΑ τερματίσθηκε το 1959, με τις Συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου που άνοιξαν το δρόμο για την ανεξαρτησία της Κύπρου. Οι εν λόγω συμφωνίες αποτέλεσαν αμοιβαίο διπλωματικό συμβιβασμό μεταξύ της Ελλάδος, της Τουρκίας και της Βρετανίας. Με άλλα λόγια, σήμαιναν την παραίτηση από τη διεκδίκηση για ένωση με την Ελλάδα, τον αποκλεισμό του ενδεχομένου της διχοτόμησης του νησιού, και την παραχώρηση του μεγαλύτερου τμήματος του εδάφους στην Κυπριακή Δημοκρατία από μέρους της Βρετανίας (Συρίγος, 2015). 

Βέβαια, η τελευταία απέκτησε το διατεταγμένο ρόλο του επιδιαιτητή στην περιοχή, διατηρώντας τις στρατιωτικές βάσεις ως κυρίαρχο βρετανικό έδαφος σε περιοχές του νεοσύστατου κράτους. Υποστηρίζεται ότι, μέσω των διπλωματικών διεργασιών, η Βρετανία αποφάσισε να προσθέσει στην εικόνα την Τουρκία, και να μετατρέψει το Κυπριακό από θέμα αποικιοκρατίας σε θέμα ελληνοτουρκικής διαμάχης, εφαρμόζοντας την αρχή του διαίρει και βασίλευε (Συρίγος, 2015).

Στις συμπληγάδες του Ψυχρού Πολέμου, παρατηρήθηκε η ανησυχία αφενός των ΗΠΑ και αφετέρου της Βρετανίας σε μια ενδεχόμενη στροφή της Κύπρου προς τους Σοβιετικούς. Με αυτό το πνεύμα, οι ΗΠΑ και η Βρετανία εξέταζαν μια οριστική λύση στο Κυπριακό. Στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων, ο Αμερικανός μεσολαβητής Dean Acheson κατέθεσε μια σειρά προτάσεων που έμειναν γνωστές ως «Σχέδιο Άτσεσον» Η διαφωνία με τον πρόεδρο των ΗΠΑ-«Αγκίστρι για τις πάπιες» 
 (στην πραγματικότητα αφορούσε δυο σχέδια). 

Βασικός στόχος των προτάσεων ήταν η ένωση με την Ελλάδα και η παράλληλη τουρκική στρατιωτική παρουσία στο νησί. Στο πρώτο σχέδιο προβλεπόταν η παραχώρηση κατά κυριότητα στρατιωτικής βάσης ή περιοχής στην Τουρκία, ενώ στο δεύτερο η εκμίσθωση της βάσεως για μια περίοδο 50 ετών (Συρίγος, 2015). 

Και στα δυο σχέδια προβλεπόταν η παράλληλη παραχώρηση του Καστελόριζου στην Τουρκία. 

Ο Μακάριος απέρριψε συλλήβδην και τα δυο σχέδια, θεωρώντας την εκχώρηση στρατιωτικής βάσης απαράδεκτη, ενώ η τουρκική πλευρά αποδέχτηκε το πρώτο σχέδιο (Συρίγος, 2015). Όσον αφορά την ελληνική πλευρά, ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου έδειξε αναποφασιστικότητα και εν τέλει απέρριψε τα σχέδια, θεωρώντας ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί η ένωση χωρίς ανταλλάγματα για την Τουρκία. Η απόρριψη των σχεδίων θεωρήθηκε «χαμένη ευκαιρία» μόνο μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974.

Με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1967, το κυπριακό μπαίνει σε νέα φάση. 


Εναργέστερα, η αποτυχημένη ελληνοτουρκική συνάντηση κορυφής στον Έβρο συνέτεινε στη χειροτέρευση του κλίματος στο νησί, με αποτέλεσμα τη στρατιωτική επιχείρηση στη Κοφίνου από την Εθνική φρουρά στο τουρκοκυπριακό θύλακα το Νοέμβριο του ίδιου έτους (Ριζάς, 2017). Η εν λόγω επιχείρηση δημιούργησε μια κρίση που οδήγησε στα πρόθυρα ενός ελληνοτουρκικού πολέμου. Για την αποκλιμάκωση της κρίσης καίριο ρόλο είχαν οι Αμερικάνοι, όπου υποστήριξαν μεταξύ άλλων την αποχώρηση της ελλαδικής μεραρχίας από το νησί. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μεραρχία είχε μεταβεί στην Κύπρο το 1964, με κύριο σκοπό την προστασία από πιθανή απόβαση των Τούρκων. Εν τέλει η Χούντα των Αθηνών υποχώρησε κατά κράτος, και απέσυρε τη μεραρχία.

Από Την Μοιραία Τουρκική Εισβολή Το 1974 Μέχρι Σήμερα

Αποκορύφωμα του Κυπριακού Ζητήματος υπήρξε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, συνιστώντας δραματική συνέπεια για την πορεία του προβλήματος. Μια σειρά γεγονότων συνετέλεσαν στη μοιραία πορεία για την εισβολή. Ωστόσο, το πιο κομβικό σημείο ήταν η απόφαση της Χούντας των Αθηνών να ανατρέψει τον πρόεδρο της Κύπρου, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, με πραξικόπημα στις 15 Ιουλίου του 1974. Ο λόγος ήταν πως ο Μακάριος προσπάθησε να αποδυναμώσει την επιρροή της δικτατορίας στο νησί, για αυτό και ζήτησε από την Αθήνα την απομάκρυνση των Ελλήνων αξιωματικών της Εθνοφρουράς. Η κίνηση του Μακαρίου προκαλεί εκνευρισμό τόσο στην Αθήνα όσο και στην Ουάσιγκτον. 

Συνεπακόλουθα, το πραξικόπημα είχε προσφέρει στην Τουρκία το πρόσχημα που επιζητούσε για να επέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο. Έτσι, στις 20 Ιουλίου του 1974 ο τουρκικός στρατός εισέβαλε στην Κύπρο υπό την κωδική ονομασία «Αττίλας», ενώ προχώρησε σε δεύτερη στρατιωτική επιχείρηση ένα μήνα αργότερα, τον Αύγουστο του 1974, η οποία τερματίστηκε με τη μεσολάβηση του ΟΗΕ (Συρίγος, 2015). Καταλήφθηκε το 36.3% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, σκοτώθηκαν 2.000 άτομα και εκτοπίσθηκαν από τα σπίτια τους 192.000 Ελληνοκύπριοι. Αψηφώντας τις Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας για την αποχώρηση των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Rauf Denktaş προχώρησε στη μονομερή ανακήρυξη του ψευδοκράτους το 1983 (Συρίγος, 2015). 

Αξίζει να σημειωθεί ότι επί 35 χρόνια κανένα κράτος δεν έχει προβεί στην αναγνώριση των Κατεχόμενων ως κρατική οντότητα, αναδεικνύοντας μ’ αυτό τον τρόπο την καθολική αντίδραση της διεθνούς κοινότητας. .

Μετά την εισβολή, οι ελληνικές κυβερνήσεις αρνήθηκαν να ξανασυζητήσουν για την ουσία του Κυπριακού με την γειτονική χώρα, ενώ οι συνομιλίες που ξεκίνησαν από το 1975 μεταξύ Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων αποδείχθηκαν σχοινοτενείς. 28 χρόνια μετά την εισβολή, το Νοέμβριο του 2002, ο Kofi Annan -γενικός γραμματέας του ΟΗΕ- κατέθεσε λεπτομερή πρόταση για την διευθέτηση του ζητήματος. Το περιεχόμενου του Σχεδίου δεν θα αναλυθεί στο παρόν άρθρο, ωστόσο κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί ότι είχε ως στόχο την επίλυση του Κυπριακού μέσω της δημιουργίας μιας κρατικής οργάνωσης για πολυεθνοτικές κοινότητες που εξέρχονται από συγκρούσεις, και αφορούσε στην πλήρη οργάνωση του κράτους (Συρίγος, 2015). 

Στις 24 Απριλίου του 2004 διενεργήθηκε δημοψήφισμα και στις δυο πλευρές του νησιού για την αποδοχή ή όχι του Σχεδίου. Αναμενόμενα, το 75% των Ελληνοκύπριων ψηφοφόρων απέρριψε το σχέδιο εν αντιθέσει με το 65% των Τουρκοκύπριων που τάχθηκε υπέρ της αποδοχής. Ένα μήνα αργότερα η Κυπριακή Δημοκρατία γίνεται μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ‘‘ως νησί υπό de facto διαίρεση’’, προσδίδοντας νέες προοπτικές και ελπίδες για την επίλυση.

Το 2008 ως το 2010 ο Δημήτρης Χριστόφιας και ο ηγέτης της τουρκοκυπριακής κοινότητας Mehmet Ali Talat ήλθαν σε συνεννόηση για την επανέναρξη άμεσων διαπραγματεύσεων. Παρόλο που οι δυο πλευρές υπήρξαν θετικές στο να βρεθεί μια λύση, το αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής δεν ήταν αξιόλογο, μιας και δεν σημειώθηκε καμία εξέλιξη. Βέβαια, οι δύο δεσμεύτηκαν ως προς την δημιουργία δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, η οποία θα είχε μια κυριαρχία και θα αναγνωριζόταν ως μια διεθνής προσωπικότητα. 

Το 2016 λαμβάνει χώρα η συνάντηση στο Mont Pelerin στην Ελβετία ανάμεσα στον πρόεδρο Αναστασιάδη και το νέο ηγέτη του ψευδοκράτους, Mustafa Akinci, και τo 2017 πραγματοποιήθηκε διάσκεψη στη Γενεύη, στην οποία συμμετείχαν οι εκπρόσωποι και των δύο κοινοτήτων, καθώς και ο ειδικός σύμβουλος του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, Espen Barth Eide. Παρά τις υποσχόμενες διαπραγματεύσεις για διευθέτηση, αυτές έπεσαν στο κενό.

Συμπερασματικά
Το Κυπριακό, μετά από έναν και πλέον αιώνα από την γέννησή του, δεν έχει ακόμη επιλυθεί. Ξεκίνησε ως αποικιακό ζήτημα με την αγγλοκρατία, και εξελίχθηκε σε ελληνοτουρκική διαμάχη. Τόσο οι διπλωματικές διεργασίες και οι χειρισμοί των εκάστοτε κυβερνήσεων, όσο και οι διεθνείς και εσωτερικές εξελίξεις έχουν αναμφίβολα καθορίσει την τύχη του Ζητήματος. Ύστερα από τόσα χρόνια συνομιλιών, και παρά τη μεσολάβηση του ΟΗΕ για βιώσιμη και λειτουργική λύση με την Τουρκία, τίθεται το ερώτημα κατά πόσο θα διαιωνίζεται η παρούσα κατάσταση. Το ζήτημα της εύρεσης ενός κοινού σημείου αναφοράς, μετά από τόσες μακραίωνες προσπάθειες επίλυσης, θα έπρεπε να συνιστά αδήριτη ανάγκη για μία άμεσα προσεγγίσιμη πραγματικότητα, και όχι μία ουτοπική ελπίδα, όπως αντιμετωπίζεται εδώ και χρόνια.

 ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΧΑΛΙΚΙΑ

http://dia-kosmos.blogspot.gr/

Comments