Η τελευταία επιδείνωση της κατάστασης στη μετωπική γραμμή Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας προήρθε αναμφίβολα από την επιθυμία του Μπακού να αποσπάσει την προσοχή του κόσμου για την 24η Απριλίου - την τραγική ημερομηνία στην ιστορία της 100ης επετείου της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Για τον ίδιο λόγο, η Τουρκία διεξάγει το δικό της κύκλο εκδηλώσεων αφιερωμένο στα γεγονότα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Μετά την ήττα των Αζέρων στον πόλεμο του 1992-1994 για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ η κατάσταση στη ζώνη των συγκρούσεων παραμένει «παγωμένη». Μια περίοδος σχετικής σταθερότητας έληξε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και πλέον εδώ και πολλά χρόνια το Μπακού επιδιώκει να αναγκάσει τους Αρμένιους να παραδοθούν. Δεν μιλάμε για ένα συμβιβασμό, ο σκοπός του Μπακού είναι η υποταγή του Ερεβάν, η πλήρης επιστροφή στον έλεγχο του Μπακού ολόκληρης της πρώην Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, δηλαδή, όλα τα εδάφη που πέρασαν με τον πόλεμο του 1992-1994 υπό τον έλεγχο της Αρμενίας. Τα τελευταία χρόνια η στρατιωτική συνιστώσα αυτής της πολιτικής του Μπακού παρουσιάζεται συνεχώς αυξανόμενη, και η οποία οδηγεί σε τακτά χρονικά διαστήματα σε έντονες αψιμαχίες στη συνοριακή γραμμή.
Σημαντικό ρόλο φαίνεται να διαδραματίζει η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση στο Αζερμπαϊτζάν, η οποία δεν αντιστοιχεί με τα έσοδα που εισρέουν στην χώρα από την πώληση του ενεργειακού της πλούτου. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού αναγκάζεται να αναζητήσει εργασία στη Ρωσία, το μεγαλύτερο μέρος του αγροτικού πληθυσμού δεν έχει κάποιο σημαντικό εισόδημα και ως συνήθως επιβιώνει από τις «καλλιέργειες αυτοσυντήρησης», γενικά υπάρχει ένα πολύ υψηλό επίπεδο κοινωνικής πόλωσης. Σε αυτές τις συνθήκες, η παρουσία ενός εξωτερικού εχθρού, ο οποίος φταίει για όλα τα προβλήματα και τις ταλαιπωρίες του καθενός, είναι πολύ βολικό για τις αρχές στο Μπακού.
Ωστόσο, αυτό το παιχνίδι δεν μπορεί να συνεχιστεί χωρίς τέλος, είναι μια προφανής απειλή για την άρχουσα ελίτ στο πρόσωπο μια «Αραβικής Άνοιξης» ή μιας «Χρωματιστής Επανάστασης». Για σύγκριση είναι χρήσιμο να θυμηθούμε την Κύπρο, και το «τρίτο κράτος του τουρκικού έθνους» - αναγνωρίζεται μόνο από την Τουρκία ως «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου». Είναι προφανές ότι, αν η Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία τελεί από το 1974 υπό διαίρεση λόγω της τουρκικής κατοχής, επιδίωκε μια πολιτική που βασίζονταν αποκλειστικά και μόνο στην ιδέα μιας «στρατιωτικής εκδίκησης» - η χώρα θα μπορούσε να χάσει την ιστορική προοπτική της και η κατάσταση στο νησί θα ήταν πολύ πιο δραματική από ό, τι σήμερα.
Επί του παρόντος, δεν μιλάμε για την πρόθεση του Αζερμπαϊτζάν να ξεκινήσει έναν μεγάλης κλίμακας πόλεμο, παρά μια μόνιμη αύξηση της έντασης - ένα από τα μέτρα που αποσκοπούν στην αύξηση της πίεσης προς την Αρμενία. Η ίδια η πίεση εκφράζεται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους: προπαγάνδα, διπλωματία, στρατιωτικά μέσα, δημιουργία ομάδων ειδικών συμφερόντων στις διάφορες χώρες, κ.λπ. Αυτό είναι ένα πακέτο μέτρων, το οποίο προωθείται με αξιοζήλευτη επιμονή για πολλά χρόνια και έχει σχεδιαστεί για να αναγκάσει την Αρμενία να παραδοθεί. Ως εκ τούτου, η ένταση στη διαμάχη του Ναγκόρνο-Καραμπάχ αυξάνεται περιοδικά, στη συνέχεια υποχωρεί, και μετά από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα όλα επαναλαμβάνονται από την αρχή. Η πολιτική του Μπακού έχει ως στόχο να εξαντλήσει ψυχολογικά την αρμενική πλευρά, να την κάμψει ηθικά και να την αναγκάσει να παραδοθεί. Ωστόσο, με αυτή την πολιτική δεν συνεπάγεται αυτόματα η εφαρμογή μιας στρατιωτικής λύσης στη σύγκρουση, μέσω ενός νέου πολέμου.
Το Μπακού μπορεί να δώσει την εντολή για να ξεκινήσει ένα νέος πόλεμος μόνο αν θα είναι εγγυημένη η νίκη των στρατευμάτων του Αζερμπαϊτζάν. Αυτό θα είναι δυνατό μόνο εάν τα αζερικά στρατεύματα θα έχουν ένα συντριπτικό πλεονέκτημα έναντι της Αρμενίας, όταν το Αζερμπαϊτζάν θα λάβει διεθνή στήριξη, όταν θα λάβει την στρατιωτική υποστήριξη της Τουρκίας και ειδικά τη συναίνεση (ή τουλάχιστον την εγγύηση της ουδετερότητας) της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Αν όλα αυτά δεν συμβούν - ένας νέος πόλεμος θα είναι για τους Αζέρους ένα πάρα πολύ μεγάλο ρίσκο.
Μέχρι σήμερα, μια περαιτέρω κλιμάκωση της σύγκρουσης μέσω ενός πολέμου μεγάλης κλίμακας είναι απίθανη. Ένα σημαντικό ρόλο σε αυτό υπογραμμίζεται από την αντίδραση της Μόσχας και του ΟΣΣΑ, όπου επανειλημμένα έχει εκφραστεί η θέση σχετικά με τη μη στρατιωτική λύση στο πρόβλημα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος μιας πολεμικής ανάφλεξης. Η αύξηση των εντάσεων είναι επικίνδυνη γιατί σε κάποιο σημείο η κατάσταση μπορεί να τεθεί εκτός ελέγχου για τις αρχές του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας, και να ξεκινήσει μια αυθόρμητη πολεμική αναμέτρηση.
Ένας άλλος κίνδυνος για την περιοχή προέρχεται από την πολιτική αστάθεια από την περιοχή της Μέσης Ανατολής, την αυξανόμενη δραστηριότητα των ριζοσπαστικών ισλαμικών δυνάμεων.
Μετά την ήττα των Αζέρων στον πόλεμο του 1992-1994 για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ η κατάσταση στη ζώνη των συγκρούσεων παραμένει «παγωμένη». Μια περίοδος σχετικής σταθερότητας έληξε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και πλέον εδώ και πολλά χρόνια το Μπακού επιδιώκει να αναγκάσει τους Αρμένιους να παραδοθούν. Δεν μιλάμε για ένα συμβιβασμό, ο σκοπός του Μπακού είναι η υποταγή του Ερεβάν, η πλήρης επιστροφή στον έλεγχο του Μπακού ολόκληρης της πρώην Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, δηλαδή, όλα τα εδάφη που πέρασαν με τον πόλεμο του 1992-1994 υπό τον έλεγχο της Αρμενίας. Τα τελευταία χρόνια η στρατιωτική συνιστώσα αυτής της πολιτικής του Μπακού παρουσιάζεται συνεχώς αυξανόμενη, και η οποία οδηγεί σε τακτά χρονικά διαστήματα σε έντονες αψιμαχίες στη συνοριακή γραμμή.
Σημαντικό ρόλο φαίνεται να διαδραματίζει η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση στο Αζερμπαϊτζάν, η οποία δεν αντιστοιχεί με τα έσοδα που εισρέουν στην χώρα από την πώληση του ενεργειακού της πλούτου. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού αναγκάζεται να αναζητήσει εργασία στη Ρωσία, το μεγαλύτερο μέρος του αγροτικού πληθυσμού δεν έχει κάποιο σημαντικό εισόδημα και ως συνήθως επιβιώνει από τις «καλλιέργειες αυτοσυντήρησης», γενικά υπάρχει ένα πολύ υψηλό επίπεδο κοινωνικής πόλωσης. Σε αυτές τις συνθήκες, η παρουσία ενός εξωτερικού εχθρού, ο οποίος φταίει για όλα τα προβλήματα και τις ταλαιπωρίες του καθενός, είναι πολύ βολικό για τις αρχές στο Μπακού.
Ωστόσο, αυτό το παιχνίδι δεν μπορεί να συνεχιστεί χωρίς τέλος, είναι μια προφανής απειλή για την άρχουσα ελίτ στο πρόσωπο μια «Αραβικής Άνοιξης» ή μιας «Χρωματιστής Επανάστασης». Για σύγκριση είναι χρήσιμο να θυμηθούμε την Κύπρο, και το «τρίτο κράτος του τουρκικού έθνους» - αναγνωρίζεται μόνο από την Τουρκία ως «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου». Είναι προφανές ότι, αν η Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία τελεί από το 1974 υπό διαίρεση λόγω της τουρκικής κατοχής, επιδίωκε μια πολιτική που βασίζονταν αποκλειστικά και μόνο στην ιδέα μιας «στρατιωτικής εκδίκησης» - η χώρα θα μπορούσε να χάσει την ιστορική προοπτική της και η κατάσταση στο νησί θα ήταν πολύ πιο δραματική από ό, τι σήμερα.
Επί του παρόντος, δεν μιλάμε για την πρόθεση του Αζερμπαϊτζάν να ξεκινήσει έναν μεγάλης κλίμακας πόλεμο, παρά μια μόνιμη αύξηση της έντασης - ένα από τα μέτρα που αποσκοπούν στην αύξηση της πίεσης προς την Αρμενία. Η ίδια η πίεση εκφράζεται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους: προπαγάνδα, διπλωματία, στρατιωτικά μέσα, δημιουργία ομάδων ειδικών συμφερόντων στις διάφορες χώρες, κ.λπ. Αυτό είναι ένα πακέτο μέτρων, το οποίο προωθείται με αξιοζήλευτη επιμονή για πολλά χρόνια και έχει σχεδιαστεί για να αναγκάσει την Αρμενία να παραδοθεί. Ως εκ τούτου, η ένταση στη διαμάχη του Ναγκόρνο-Καραμπάχ αυξάνεται περιοδικά, στη συνέχεια υποχωρεί, και μετά από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα όλα επαναλαμβάνονται από την αρχή. Η πολιτική του Μπακού έχει ως στόχο να εξαντλήσει ψυχολογικά την αρμενική πλευρά, να την κάμψει ηθικά και να την αναγκάσει να παραδοθεί. Ωστόσο, με αυτή την πολιτική δεν συνεπάγεται αυτόματα η εφαρμογή μιας στρατιωτικής λύσης στη σύγκρουση, μέσω ενός νέου πολέμου.
Το Μπακού μπορεί να δώσει την εντολή για να ξεκινήσει ένα νέος πόλεμος μόνο αν θα είναι εγγυημένη η νίκη των στρατευμάτων του Αζερμπαϊτζάν. Αυτό θα είναι δυνατό μόνο εάν τα αζερικά στρατεύματα θα έχουν ένα συντριπτικό πλεονέκτημα έναντι της Αρμενίας, όταν το Αζερμπαϊτζάν θα λάβει διεθνή στήριξη, όταν θα λάβει την στρατιωτική υποστήριξη της Τουρκίας και ειδικά τη συναίνεση (ή τουλάχιστον την εγγύηση της ουδετερότητας) της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Αν όλα αυτά δεν συμβούν - ένας νέος πόλεμος θα είναι για τους Αζέρους ένα πάρα πολύ μεγάλο ρίσκο.
Μέχρι σήμερα, μια περαιτέρω κλιμάκωση της σύγκρουσης μέσω ενός πολέμου μεγάλης κλίμακας είναι απίθανη. Ένα σημαντικό ρόλο σε αυτό υπογραμμίζεται από την αντίδραση της Μόσχας και του ΟΣΣΑ, όπου επανειλημμένα έχει εκφραστεί η θέση σχετικά με τη μη στρατιωτική λύση στο πρόβλημα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος μιας πολεμικής ανάφλεξης. Η αύξηση των εντάσεων είναι επικίνδυνη γιατί σε κάποιο σημείο η κατάσταση μπορεί να τεθεί εκτός ελέγχου για τις αρχές του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας, και να ξεκινήσει μια αυθόρμητη πολεμική αναμέτρηση.
Ένας άλλος κίνδυνος για την περιοχή προέρχεται από την πολιτική αστάθεια από την περιοχή της Μέσης Ανατολής, την αυξανόμενη δραστηριότητα των ριζοσπαστικών ισλαμικών δυνάμεων.
Το παγκόσμια ρεύματα των τζιχαντιστών συνεχώς επεκτείνονται σε όλες τις κατευθύνσεις, με τον κίνδυνος της εξάπλωσης στο Νότιο Καύκασο (με την δημιουργία ενός «Εμιράτου του Καυκάσου») και την Κεντρική Ασία να αυξάνεται κάθε χρόνο.
Πηγή
http://dia-kosmos.blogspot.gr/
Πηγή
http://dia-kosmos.blogspot.gr/