“Το ανάλογο αξίωμα της κοινωνικής μηχανικής είναι: Αν κάτι δεν έχει αναφερθεί, δεν συνέβη ποτέ”
"Σε Έναν Κόσμο Προπαγάνδας, Η Αλήθεια Είναι Πάντα Μια Συνωμοσία"
"Το Ποιο Επικίνδυνο Από Όλα Τα Ηθικά Διλήμματα Είναι Όταν, Είμαστε Υποχρεωμένοι Να Κρύβουμε Την Αλήθεια Για Να Βοηθήσουμε Την Αλήθεια Να Νικήσει"

Ρ. Μακέημπ: Αγάπησα μια άλλη Ελλάδα, που χάνεται

Ρόμπερτ Μακέημπ

Η ζωή παίρνει μερικές αποφάσεις ερήμην μας. Και στην περίπτωση του τότε εικοσαετούς Αμερικανού Ρόμπερτ Μακέημπ, που ήρθε στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του ’50 με μια Rolleiflex κρεμασμένη στον λαιμό, το ταξίδι δεν κράτησε δέκα ημέρες, όπως είχε προγραμματίσει. Ούτε διήρκεσε ολόκληρο εκείνο το καλοκαίρι, τελικά. Εξήντα συναπτά χρόνια μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στη Νέα Υόρκη και τη χώρα που αγάπησε με πάθος.

Καθισμένος απέναντί μου σε ένα καφέ στην Πλάκα, σκέφτομαι πως είναι λάθος να τον αποκαλούν φιλέλληνα. Η αλήθεια είναι ότι η ψυχική του σύνδεση με τον τόπο μας είναι τόσο ριζωμένη, που είναι απλώς ένας «Ελληνας» που γεννήθηκε αλλού. Βέβαια, όπως συμβαίνει στους παράφορους έρωτες, ο Ρόμπερτ Μακέημπ αναγκάστηκε να πληρώσει τίμημα βαρύ. Πρωτογνώρισε και φωτογράφησε τα νησιά και την ενδοχώρα μας, πολύ πριν από την έλευση του μαζικού τουρισμού. Έστρεψε τον φακό του στους απλούς ανθρώπους του καθημερινού μόχθου που ζούσαν ακόμα στην παρθένα φύση. Κοινότητες και χωριά που διατηρούσαν την πατρογονική γνώση της παραδοσιακής γεωργίας, της αλιείας, των δεσμών οικογένειας και ενός εσωτερικού σεβασμού προς τον ξένο, που ήταν χιλιάδες χρόνια παλιός, ίδιος με αυτόν που εμφύτευσε στην ελληνική ψυχή ο Ξένιος Δίας.
Αιγαιοπελαγίτικα καΐκια από τον Ρόμπερτ Μακέημπ


Αργότερα, ο φωτογράφος βίωσε την καταστροφική αλλαγή, που οδήγησε την Ελλάδα σε μεγαλύτερο ΑΕΠ και πολύ «φτωχότερους» κατοίκους. Μονοπάτια ασφαλτοστρώθηκαν, παραλίες τσιμεντώθηκαν, η δόμηση κατάπιε ολόκληρα βουνά και τα rooms to let εξαΰλωσαν την ομηρική φιλοξενία. Μια πορεία ανεπίστροφη, που ίσως να μπορούσε να είχε γίνει μέσα από άλλες διακλαδώσεις. Ο Ρόμπερτ Μακέημπ περισσότερο από κάθε άλλον αποτύπωσε για πάντα την Ελλάδα της στέρησης που είχε όνειρα για το μέλλον, μια ακατάβλητη πίστη ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν. Μια χώρα με «ξυπόλυτη» αξιοπρέπεια που βάδιζε προς τα μπροστά με βήμα ταχύ. Μήπως έφταιξε η μεγάλη μας ανέχεια που μας ώθησε συλλογικά να καλύψουμε το τραύμα της φτώχειας με αλόγιστη ανάπτυξη; τον ρωτώ στην αρχή της κουβέντας μας.
«Ενδεχομένως να είναι έτσι»απαντά. «Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Θέλοντας να ευχαριστήσω έναν εστιάτορα, του οποίου είμαι χρόνια πιστός πελάτης, αποφάσισα να του κάνω δώρο μία αφίσα από μια έκθεση που είχε φωτογραφίες μου από την Κίνα και την Ελλάδα. Φιγουράριζαν από την μια, κάτι καλοντυμένα Κινεζάκια και από την άλλη, δύο ηλιοκαμένα, κουρεμένα –με την ψιλή– Ελληνόπουλα του ’50, που ήταν ευτυχή, χαμογελαστά, αλλά ξυπόλητα. Ο φίλος μου αντέδρασε: «“Δεν μπορούμε να το βάλουμε στον τοίχο μας αυτό. Κοίτα τα παιδιά που δεν έχουν παπούτσια…”» λέει στην «Κ».
Το παρθενικό ταξίδι

Πώς να ήταν άραγε το παρθενικό του ταξίδι στα μέρη μας, κάτι που πρέπει να έχει εντυπωθεί μέσα του με μεγάλη ενάργεια; «Θυμάμαι το 1954, όταν ήρθα πρώτη φορά εδώ» μου λέει. «Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα κανένα σχέδιο να σας επισκεφθώ, αλλά σκόπευα να περάσω το καλοκαίρι στην Αμερική. Όμως ο αδελφός μου που θα ερχόταν στην Ελλάδα για να δει έναν φίλο του, κατάφερε να μου βρει ένα τόσο φθηνό εισιτήριο που πείστηκα να τον συνοδεύσω με το πλοίο μέχρι το λιμάνι της Χάβρης και από εκεί με τρένο στη Βενετία και ύστερα με πλοίο για τον Πειραιά. 


Ήταν το βαπόρι “Αχιλλεύς” που είχε ναυπηγηθεί από τους Ιταλούς ως μέρος της πολεμικής αποζημίωσης προς τη χώρα σας. Περάσαμε από την Κέρκυρα και ύστερα από τον Ισθμό με προορισμό την Αθήνα. Πήγα κατευθείαν στην Ακρόπολη, όπως καταλαβαίνετε. Αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση μόλις πάτησα το πόδι μου στην πρωτεύουσα είναι ότι οι δρόμοι δεν είχαν σηματοδότες. Τα ιδιωτικά αυτοκίνητα ήταν ελάχιστα και κυκλοφορούσαν περισσότερο φορτηγά και λεωφορεία. Για να περάσεις απέναντι έπρεπε να περιμένεις να μαζευτεί ένας ικανός αριθμός πεζών στο πεζοδρόμιο για να αποτολμήσουν όλοι μαζί να διακόψουν τη ροή» λέει ο Ρόμπερτ Μακέημπ, που έχει παραγγείλει τσάι.

Συνεχίζει: «Η Αθήνα τότε δεν είχε εξάπλωση εμπορικών καταστημάτων. Όλες οι γειτονιές ήταν προορισμένες για κατοικίες με ορισμένα μπακάλικα για τα χρειώδη και μόνο στο κέντρο μπορούσες να κατεβείς για ψώνια. Ο κόσμος δεν είχε μεγάλη επαφή με τους ξένους, διότι οι τελευταίοι σπάνιζαν. Συνεπώς, το να είσαι από κάποια χώρα του εξωτερικού ξυπνούσε στους Έλληνες μεγάλη περιέργεια. Αυτοί που μίλαγαν μια ξένη γλώσσα ήταν, πάντως, γαλλόφωνοι. Ήταν μια εποχή όπου οι τουρίστες πρέπει να μην ξεπερνούσαν τις 180.000, ενώ σήμερα έχουν φθάσει τα 26 εκατομμύρια».

Το «αύριο» έγινε «souvenir» στην ταβέρνα της Σαντορίνης

Τι ήταν αυτό που έκανε μεγαλύτερη εντύπωση στον Ρόμπερτ Μακέημπ τότε; «Η φιλοξενία προς τον ξένο ήταν κάτι το εξαιρετικό: Οι Έλληνες φέρονταν στον επισκέπτη σαν να ήταν το τιμώμενο μέλος της οικογένειάς τους». 

Και συνεχίζει: «Θα σας διηγηθώ το δικό μου παράδειγμα, όταν πήγα στην Ίο, μαζί με έναν φίλο που ήταν ο οικογενειακός μας γιατρός στη Νέα Υόρκη. Ο δήμαρχος του νησιού, του παραχώρησε το κρεβάτι του και κοιμήθηκε στο πάτωμα, σαν να ήταν το φυσιολογικότερο πράγμα στον κόσμο. Για τα σημερινά δεδομένα, θα ήταν τρελό. Στη Σαντορίνη, ένα ακόμα παράδειγμα από το 1963: Την επισκεφθήκαμε παρέα με τον γιατρό που σας έλεγα. Όσες ημέρες μείναμε εκεί, τρώγαμε πρωί – βράδυ στη μοναδική ταβέρνα του νησιού, στον Λουκά στα Φηρά. Ήταν ένας πρόσχαρος, φτωχός άνθρωπος. Μετά από κάθε γεύμα πηγαίναμε να πληρώσουμε τον λογαριασμό για την παρέα μας, που ήταν συνολικά πέντε άτομα. Μας έλεγε πάντα “Αύριο”. Την τελευταία ημέρα πια, όταν πήγα να κλείσω τον λογαριασμό, αρνήθηκε να πάρει χρήματα και μου είπε με τις λιγοστές ξένες λέξεις που ήξερε. Μας είπε “ Souvenir”. Ήθελε να φύγουμε από το νησί και να τον θυμόμαστε. Και η αλήθεια είναι ότι τον θυμάμαι ακόμα…».

− Αν στο πρώτο του ταξίδι η Αθήνα δεν είχε πολλά αυτοκίνητα, τότε πώς ήταν τα νησιά μας;

«Θα σας πω για τις Κυκλάδες. Κάθε νησάκι όπου πήγα ήταν ένας διαφορετικός μικρόκοσμος, διότι δεν υπήρχαν φέριμποτ παρά μόνον καΐκια. Αυτό σήμαινε πρακτικά ότι τα μέρη αυτά είχαν κρατήσει δικά τους ήθη και έθιμα, συνήθειες και πρακτικές, παρά το ότι η πιο μακρινή στεριά απείχε ελάχιστα ναυτικά μίλια. Οι γυναίκες φτιάχναν άλλα κεντήματα, είχαν άλλα τραγούδια και ποιήματα, οι εργάτες είχαν άλλον τρόπο που έκαναν τις ξερολιθιές. Την εποχή εκείνη μπορούσες να κοιτάξεις μία μάντρα ή έναν τοίχο και να καταλάβεις σε ποιο νησί είσαι. Σήμερα οι τοίχοι και οι μάντρες έχουν ομοιομορφία, διότι η τέχνη έχει ξεχαστεί και τα φτιάχνουν όλα ίδια οι μετανάστες από την Αλβανία που είναι καλοί πετράδες». «Ορισμένες φορές», συνεχίζει, «όταν ένα μέρος ήταν δύσβατο και η πρόσβαση πολύ δύσκολη, τότε έβλεπες διαφορές ανάμεσα στους απομονωμένους αυτούς κατοίκους και τους υπόλοιπους που ζούσαν λ.χ. στο λιμάνι. Ακόμα και στην Πάτμο το 1980 προσπαθούσα να πείσω έναν ξυλουργό που δεν είχε φύγει ποτέ από τη Χώρα να έρθει μέχρι το απομακρυσμένο σπίτι μου στην άλλη άκρη του νησιού για να μου κάνει μια εργασία. Η φύση ήταν κυριολεκτικά ανέγγιχτη, με μια απίστευτη ομορφιά. Ήταν άλλος κόσμος».

Είναι κρίμα να βλέπουμε στο μέλλον τα καΐκια μόνο σε φωτογραφίες

Σήμερα υπάρχει ακόμα η έννοια της φιλοξενίας; «Σαφέστατα. Παράλληλα με την εμπορευματοποίηση. Είναι ένα φυσικό παρεπόμενο στον καιρό μας» λέει. O Ρόμπερτ Μακέημπ μιλάει σιγανά, σχεδόν εξομολογητικά.

Η αλήθεια είναι ότι έχει μάθει ελληνικά από την Ελληνίδα σύζυγό του Ντίνα, αλλά προτιμά πάντα τα αγγλικά.

Ζητάμε από τον μαγαζάτορα να μας φέρει κάτι να τσιμπήσουμε, αλλά μας ανακοινώνει ότι η κουζίνα ανοίγει αργότερα. Τελικά –ίσως με κάποια υπολείμματα φιλότιμου και από την έκφραση της απογοήτευσής μας– επιστρέφει έπειτα από λίγο: «Θα σας φτιάξω τυροπιτάκια, αν έχετε λιγάκι υπομονή» μας λέει. Καθόμαστε μέσα, τα παράθυρα είναι ανοιχτά και η κουρτίνα μπαινοβγαίνει μέσα έξω από τον αέρα, «χαϊδεύοντας» τα γλαστράκια με τους φουντωμένους βασιλικούς. Στον αέρα ξεχύνεται μια ευωδιά. Να μια κλασική ελληνική εικόνα, σκέφτομαι από μέσα μου.

Αναρωτιέμαι πόσες τέτοιες εικόνες από το παρελθόν, ζουν μόνο στις φωτογραφίες του Ρόμπερτ Μακέημπ. «Ήταν μια άλλη εποχή» ξαναλέει ο φωτογράφος με έναν τόνο νοσταλγίας. «Μπορώ να διηγηθώ μια σκηνή, που μας γυρίζει πίσω στον χρόνο» λέει. «Εκεί στη Σαντορίνη, στον Λουκά, ήμουν παρών όταν έγινε, από το τοπικό γραφείο του ΟΤΕ βέβαια, το πρώτο τηλεφώνημα στην Αμερική. Ξέσπασε τέτοιος ενθουσιασμός που ο ταβερνιάρης μας έφερε σε όλους να πιούμε ούζο για να το γιορτάσουμε μαζί με τους υπαλλήλους. Μην νομίζετε ότι και για να τηλεφωνήσεις στην Αθήνα ήταν μια εύκολη υπόθεση. Υπήρχαν συγκεκριμένες ώρες που άνοιγε η επικοινωνία. Μπορώ να ανακαλέσω ακόμα και τη Μύκονο στη δεκαετία του ’50 με μετρημένους στα δάχτυλα επισκέπτες. Έγραψα ένα γράμμα στους δικούς μου στην Αμερική: ελάτε να δείτε αυτό το μέρος ακόμα και αν χρειαστεί να κάνετε χιλιάδες μίλια. Η ομορφιά της θάλασσας, της αρχιτεκτονικής και των ανθρώπων είναι κάτι το μοναδικό». Θεωρώ απίστευτα τυχερό τον εαυτό μου που τα πρόλαβα όλα αυτά σε άλλη εποχή. Τώρα πηγαίνω καμιά φορά στη Μύκονο καλεσμένος σε γάμους και δεν μπορώ να την αναγνωρίσω» συμπληρώνει.

«Παρατήρησα την πρόοδο να έρχεται σιγά σιγά. Μέχρι και τη δεκαετία του ’60 είχε κανείς την αίσθηση ότι τα πράγματα δεν θα άλλαζαν τόσο ραγδαία. Με τις τακτικές γραμμές των καραβιών και την αύξηση του μαζικού τουρισμού, η Ελλάδα μεταμορφώθηκε. Χάθηκε η ισορροπία μεταξύ της φύσης και του ανθρώπου, δηλαδή του αριθμού των κατοίκων, των δομημένων περιοχών και των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. 

Η γεωργία και η κτηνοτροφία υποχώρησαν μπροστά στον τουρισμό. Για να είμαι ειλικρινής, κατανοώ ότι η κατάσταση που περιγράφω με ρομαντικά χρώματα είχε και πολλά προβλήματα. Όλα αυτά τα νησιά που σας είπα είχαν ερημώσει από τη μετανάστευση στην Αθήνα και στο εξωτερικό. Οι μισοί Κυθήριοι λ.χ. είχαν πάει στην Αυστραλία. Ο κόσμος δεν μπορούσε να συντηρήσει τα σπίτια, διότι δεν υπήρχαν χρήματα. Οι άνθρωποι περίμεναν τα εμβάσματα για να επιβιώσουν. Η ζωή δεν ήταν εύκολη, ήταν ένας αγώνας καθημερινός».

Εναλλακτική οδός

Τον ρωτώ αν υπήρξε, κατά τη γνώμη του, μια εναλλακτική οδός για την ανάπτυξη που θα μπορούσε να είχαμε ακολουθήσει τότε. «Δεν νομίζω» μου απαντά με ευθύτητα. «Το εύκολο χρήμα του τουρισμού ήταν μια άμεση λύση σε επείγοντα προβλήματα και ο λόγος για τον οποίον τα νησιά κράτησαν τον πληθυσμό που φυλλορροούσε. Και αν τότε δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, νομίζω ότι σήμερα τουλάχιστον, που υπάρχει η πικρή πείρα της Ισπανίας και της καταστροφής των ακτών της, χρειάζεται μια προσεκτική πολιτική για να διατηρήσετε την ομορφιά που υπάρχει ακόμα στη χώρα».

Και η κρίση; Τι ρόλο θα παίξει τελικά στην εικόνα που έχουν σήμερα τα νησιά; «Πιστεύω ότι ένα από τα καλά που έχω δει είναι πως η γεωργία είχε εξαφανιστεί στα νησιά και τώρα φαίνεται ότι γίνονται προσπάθειες να ξανακαλλιεργηθούν εκτάσεις. Με τη ζήτηση που υπάρχει για τοπικά προϊόντα σίγουρα θα είναι μια σοφή επιλογή. Το πρόβλημα είναι το ζήτημα του νερού, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του διοχετεύεται προς τις ανάγκες του τουρισμού και όχι των αγροτών. Με αυτό θέλω να πω ότι πρέπει να ξανασκεφτούμε ορισμένα πράγματα».

Μία από τις πρόσφατες εκθέσεις του Ρόμπερτ Μακέημπ έγινε στην γκαλερί Citronne του Πόρου και συγκέντρωσε φωτογραφίες του της περιόδου 1954 -1964 με τα πλεούμενα του Αιγαίου: «Αισθάνομαι τεράστια θλίψη όταν βλέπω ότι πολλά από αυτά τα καταπληκτικά σκαριά που κάποτε έπλεαν όλο χάρη και ήταν ειδικά φτιαγμένα για να αντέχουν το κύμα στις ελληνικές θάλασσες να έχουν εξαφανιστεί. 


Τα τελευταία που έχουν απομείνει καταστρέφονται με τις ευλογίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δίνει τις επιδοτήσεις σε όσους αλιείς παραδώσουν την άδεια και σπάσουν το σκάφος τους. Μακάρι να βρεθεί γρήγορα μια λύση, γιατί είναι πραγματικά κρίμα να τα αντικρίζουμε στο μέλλον μόνο μέσα από φωτογραφίες. Είναι ένα κομμάτι της ελληνικής ψυχής» λέει ο Αμερικανός φωτογράφος.
Ιωάννα Λαλαούνη αριστερά, το ζεύγος Robert Maccabe, δεξιά


Oι σταθμοί του

1934-Γεννιέται στο Σικάγο.

1940-Ο πατέρας του του χαρίζει την πρώτη του φωτογραφική μηχανή.


1954-Πραγματοποιεί το πρώτο του ταξίδι στην Ευρώπη, σταματώντας και στην Ελλάδα.

1957-Το National Geographic του αναθέτει να κάνει μια ενότητα φωτογραφιών για τα ελληνικά νησιά.

1959-Φωτογραφίζει την Ανταρκτική.

1967-Παρουσιάζει δουλειά του στην Olympic Gallery στη Νέα Υόρκη υπό την αιγίδα του Σπύρου Σκούρα.

1979-Εκδίδεται το βιβλίο του με τίτλο «Metamorphosis».

1998-Φωτογραφίζει την Αβάνα.

2007-Εκδίδει βιβλίο με τις λήψεις του ’50 (εκδ. Πατάκη).

2012-Εκθέτει τις λήψεις του από την Κίνα και εκδίδει βιβλίο με αυτήν την ενότητα.

2014-Εκδίδεται το βιβλίο του με φωτογραφίες των Μυκηνών του 1954 (εκδ. Πατάκη).

www.antifono.gr

http://dia-kosmos.blogspot.gr/

Comments