– Ανάλυση του Πάνου Παναγιώτου
Δεν είναι πολλά χρόνια που ο Εμμανουέλ Μακρόν ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος μίας από τις γνωστότερες επενδυτικές τράπεζες του κόσμου, την Rothschild & Cie Banque. Με την αμοιβή του κατά τη διάρκεια της θητείας του στη γαλλική τράπεζα να αποτιμάται σε εκατομμύρια ευρώ και το εμπορικό σήμα Rothschild να κουβαλά, αν μη τι άλλο, μία ελιτίστικη ιστορία, δεν ήταν παρά λογικό που ο νικητής του πρώτου γύρου των γαλλικών προεδρικών εκλογών του 2017, δέχτηκε πολλές φορές τα πυρά της κυριότερης αντιπάλου του, της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν, αλλά και την αμφισβήτηση σημαντικής μερίδας του κόσμου, για το αν πράγματι μπορεί να έρθει κοντά στα προβλήματα της κοινωνίας αλλά και να κάνει πράξη τη ρητορική του περί εναντίωσης στο κατεστημένο πολιτικό σύστημα.
Η επιλογή της συγκεκριμένης ρητορικής δεν έγινε τυχαία και όπως αποδείχτηκε ήταν εύστοχη. Πράγματι, για πρώτη φορά στην ιστορία της Γαλλίας κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας δεν είδαν τον υποψήφιο τους να περνά στο δεύτερο γύρο των εκλογών, ενώ για πρώτη φορά σε δεκαετίες τα ακραία κόμματα έλαβαν, αθροιστικά, ποσοστό μεγαλύτερο του 40%, σε μία εκκωφαντική έκκληση της κοινωνίας για πολιτική αλλαγή.
Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Η γαλλική οικονομία βρίσκεται σε ένα τέλμα απ’ το οποίο δε φαίνεται ικανή να ξεφύγει για δεκαετίες. Η ανάπτυξη του ΑΕΠ της είναι αναιμική ενώ η πρόβλεψη για το ρυθμό μεταβολής του στα επόμενα τριάντα, περίπου, χρόνια, είναι απογοητευτική, τοποθετώντας το μεταξύ 1.6% και 0.87%, με φθίνουσα δυναμική.
Και επειδή κανείς πολίτης δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τις μακροπρόθεσμες προβλέψεις, όσο απαισιόδοξες και είναι, είναι τα τρέχοντα στοιχεία για την πορεία του γαλλικού ΑΕΠ στα οποία εστιάζουν οι πολιτικοί αντίπαλοι του Μακρόν και που επιβεβαιώνουν τόσο την έλλειψη ουσιαστικής ανάπτυξης όσο και τη φθίνουσα πορεία της όποιας θετικής της μεταβολής. Ακόμη περισσότερο, η ανάλυση του ΑΕΠ δείχνει ότι το μεγαλύτερο μέρος της, οριακής, αύξησης του, στηρίζεται, κατά κόρον, στην εσωτερική κατανάλωση, με τη συνεισφορά των εξαγωγών να έχει βουλιάξει σε αρνητικό ρεκόρ, υποδεικνύοντας την κόπωση, την έλλειψη ανταγωνιστικότητας αλλά και τη συρρίκνωση του γαλλικού εξαγωγικού τομέα.
Μία ματιά στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, τη διαφορά μεταξύ εξαγωγών και εισαγωγών εμπορευμάτων, είναι αρκετή για να αναδείξει μία από τις μεγάλες πληγές της Γαλλίας, καθώς αυτό έχει βυθιστεί σε ιστορικό χαμηλό, καταρρέοντας, κυριολεκτικά, από την υιοθέτηση του ευρώ. Αυτό είναι ένα από τα επιχειρήματα της Μαρίν Λεπέν για την ανάγκη επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, ώστε να αναθερμανθούν οι γαλλικές εξαγωγές και κατ’ επέκταση η γαλλική οικονομία, μέσω της υποτίμησης του αλλά και της επαναφοράς του ελέγχου της νομισματικής πολιτικής στα χέρια της γαλλικής κυβέρνησης. Ένα επιχείρημα που χρησιμοποιεί και ο αριστερός υποψήφιος, Μελανσόν, για να πείσει για την ανάγκη εγκατάλειψης της Ευρωζώνης.
Δεν είναι, όμως, μόνο η ισχνή ανάπτυξη και η κατάρρευση των εξαγωγών που ταλαιπωρούν την γαλλική οικονομία και επηρεάζουν τη συμπεριφορά του εκλογικού σώματος αλλά και το υψηλό, για τα δεδομένα της Γαλλίας, ποσοστό ανεργίας, το οποίο έχει παραμείνει, πεισματικά, πάνω από το ορόσημο του 10%, στο υψηλότερο επίπεδο, σχεδόν, των τελευταίων είκοσι ετών αλλά και η εκτόξευση του δημόσιου χρέους που από το ξέσπασμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης έχει απογειωθεί από το 65% στο 95%, με τις προβλέψεις να δείχνουν ότι δε θα επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα για άλλα είκοσι χρόνια. Η θεαματική αύξηση του δημόσιου χρέους και, κυρίως, η αδυναμία των γαλλικών κυβερνήσεων των τελευταίων δέκα ετών να καταπολεμήσουν την υψηλή και επίμονη ανεργία είναι δύο από τα πολύ ισχυρά επιχειρήματα της Λεπέν απέναντι στο πολιτικό κατεστημένο, το οποίο υποστηρίζει ότι είναι ανήμπορο να αντιμετωπίσει τα οικονομικά προβλήματα της Γαλλίας και για το οποίο δηλώνει έτοιμη να το ανατρέψει.
Όμως, παραδόξως, η αρνητική οικονομική κατάσταση της Γαλλίας ευνόησε περισσότερο τον πρώην υπουργό Οικονομίας και έτσι, συνυπεύθυνο γι’ αυτήν, Μακρόν, παρά την Λεπέν και αυτό γιατί μόλις το 20% των ψηφοφόρων, σύμφωνα με σειρά δημοσκοπήσεων, θεωρούν την Λεπέν ως την καλύτερη υποψήφια για να βάλει την οικονομία σε τάξη, έναντι ποσοστού 35% που εμπιστεύεται γι’ αυτό το εγχείρημα τον Μακρόν.
Και αυτό γιατί το «δυνατό» σημείο της Λεπέν αφορά σε θέματα ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένου του μεταναστευτικού, με την ρητορική της περί εγκατάλειψης του ευρώ να μην βρίσκει την ανταπόκριση που θα επιθυμούσε, δεδομένου ότι περισσότερο απ’ το 50% των Γάλλων εξακολουθούν να θέλουν το κοινό νόμισμα, με το υπόλοιπο ποσοστό να είναι μοιρασμένο σε αντίπαλους του ευρώ, αδιάφορους και αναποφάσιστους, με τις δύο τελευταίες κατηγορίες να αποτελούν και σημαντικό τμήμα του 20% του εκλογικού σώματος που απείχε από την ψηφοφορία στον πρώτο γύρο και πιθανόν να απέχει και στον δεύτερο.
Αυτή, ακριβώς, η πλειοψηφία των υποστηρικτών του ευρώ και της ευρωπαϊκής προοπτικής της Γαλλίας γενικότερα και η αντίπαλη φωνή των υποστηρικτών της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα και της απομάκρυνσης απ’ την Ευρώπη, είναι που επέτρεψε τη δημιουργία του στρατοπέδου των «ευρωπαϊστών» και των «εθνικιστών», με το πρώτο να στηρίζει Μακρόν και το δεύτερο Λεπέν. Είναι αυτά τα δύο στρατόπεδα που θα καθορίσουν το αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου των γαλλικών εκλογών, με τις δημοσκοπήσεις, οι οποίες για πρώτη φορά εδώ και καιρό επιβεβαιώθηκαν, να δείχνουν νίκη Μακρόν με ποσοστό 62% με 64%. Ένα ποσοστό που μόνο οριακά μπορεί να αποδειχτεί ικανό να πείσει μία, φανερά, διαιρεμένη χώρα για τη δυνατότητα του ανερχόμενου πολιτικού αστέρα να εφαρμόσει τις πολιτικές που υποστηρίζει ότι μπορούν να βάλουν τη Γαλλία σε τροχιά ισχυρής ανάπτυξης και να ρίξουν την ανεργία στο επίπεδο του 7%, το οποίο ο Μακρόν έχει δηλώσει πως αποτελεί στόχο του.
Έναν στόχο που υπόσχεται ότι μπορεί να πετύχει αν εφαρμόσει το πρόγραμμα του το οποίο, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει:
Όμως, ας μην ξεχνάμε πως, ήδη, από το 2012 ο Μακρόν έχει ήδη, σε ένα βαθμό, στα χέρια του τη γαλλική οικονομία, ως επικεφαλής του τμήματος Οικονομίας και Οικονομικών μέχρι το 2014 και υπουργός Οικονομίας, Βιομηχανίας και Ψηφιακών Υποθέσεων στη συνέχεια και οι επιδόσεις του κάθε άλλο παρά εντυπωσιακές μπορούν να κριθούν. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι λόγω της συμμετοχής της από το 2015 στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η Γαλλία απολαμβάνει τα χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού στην ιστορία της, μέχρι και 98.51% χαμηλότερα απ’ ότι πριν την υιοθέτηση του ευρώ και 69.76% χαμηλότερα απ’ το καλύτερο προηγούμενο ρεκόρ της, το 2006. Ένα πρόγραμμα το οποίο αργά αλλά σταθερά βαίνει προς την ολοκλήρωση του, κάτι που όταν συμβεί θα έχει τόσο χρηματιστηριακές και χρηματοπιστωτικές όσο και αμιγώς οικονομικές συνέπειες, ανάλογες με την κατάσταση στην οποία θα βρίσκεται, τότε, η γαλλική οικονομία.
Έτσι, μπορεί ο δρόμος προς την προεδρία να έχει ανοίξει για τον Μακρόν αλλά αυτός προς την ανάσταση της γαλλικής οικονομίας έχει ακόμη πολλά εμπόδια, μερικά απ’ τα οποία μοιάζουν ανυπέρβλητα. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι μία νίκη Μακρόν θα δώσει το φιλί της ζωής στην Ε.Ε. και θα την αφήσει, κουρασμένη αλλά ζωντανή. μέχρι την επόμενη μεγάλη μάχη της στις ιταλικές εκλογές. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είναι σημαντικό να δούμε αν οι πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία, με την εντυπωσιακή άνοδο της Λεπέν αλλά και άλλων ακραίων δυνάμεων, θα ενεργοποιήσει τη Γερμανία και θα την κάνει να αλλάξει πολιτική, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες και το ρόλο της ως μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης ή αν θα γίνει άλλη μία χαμένη ευκαιρία, ίσως η τελευταία για την Ευρώπη.
Και καθώς είναι, πλέον, πάρα πολύ πιθανό ο Μακρόν να είναι ο επόμενος πρόεδρος της Γαλλίας, ας κλείσουμε με μία αναφορά στις θέσεις που έχει εκφράσει για την Ελλάδα και τα οικονομικά ζητήματα που την απασχολούν. Όσον αφορά στο ελληνικό χρέος η άποψη που έχει εκφράσει, ήδη από το 2015, είναι πρέπει να κουρευτεί ενώ σχετικά με ένα ενδεχόμενο Grexit έχει υποστηρίξει ότι θα ζημίωνε τόσο την Ελλάδα όσο και την Ευρώπη.
Αναφορά με τα αίτια της ελληνικής κρίσης έχει υποστηρίξει ότι αυτά συμπεριλαμβάνουν μία από κοινού ευθύνη των ελληνικών κυβερνήσεων αλλά και των Ευρωπαίων ηγετών, ενώ ενδιαφέρουσα ήταν η στάση του για το 3ο Μνημόνιο για το οποίο είχε δηλώσει ότι δεν περίμενε να βοηθήσει την Ελλάδα να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του χρέους της. Ενδιαφέρον έχει και η θέση του Εμμανουέλ Μακρόν απέναντι στη στάση του ΔΝΤ στο ελληνικό ζήτημα, καθώς έχει ασκήσει έντονη κριτική απέναντι στο Ταμείο, σημειώνοντας σε ομιλία του τον Ιούνιο του 2016 ότι οι πολιτικές λιτότητας δε βοηθούν την Ελλάδα, προτείνοντας τη δημιουργία μηχανισμών δημοσιονομικής αλληλεγγύης και ένα μηχανισμό για την αναδιάρθρωση του χρέους των κρατών της Ευρωζώνης.
Βέβαια, όσο θετικά και αν ακούγονται τα παραπάνω για τη χώρα μας, το πιθανότερο είναι πως άμα την εκλογή του ως πρόεδρος της Γαλλίας, ο Μακρόν θα ακολουθήσει μία πολιτική ισορροπιών, αποφεύγοντας τη σύγκρουση με τη Γερμανία για την Ελλάδα. Παρόλα αυτά, πρόκειται για έναν πολιτικό που σε κάθε περίπτωση βλέπει πολλές απ’ τις πάγιες ελληνικές θέσεις με «καλό μάτι» και αυτό είναι κάτι το οποίο ίσως φανεί χρήσιμο σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις.
Πάνος Παναγιώτου
http://dia-kosmos.blogspot.gr/
Δεν είναι πολλά χρόνια που ο Εμμανουέλ Μακρόν ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος μίας από τις γνωστότερες επενδυτικές τράπεζες του κόσμου, την Rothschild & Cie Banque. Με την αμοιβή του κατά τη διάρκεια της θητείας του στη γαλλική τράπεζα να αποτιμάται σε εκατομμύρια ευρώ και το εμπορικό σήμα Rothschild να κουβαλά, αν μη τι άλλο, μία ελιτίστικη ιστορία, δεν ήταν παρά λογικό που ο νικητής του πρώτου γύρου των γαλλικών προεδρικών εκλογών του 2017, δέχτηκε πολλές φορές τα πυρά της κυριότερης αντιπάλου του, της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν, αλλά και την αμφισβήτηση σημαντικής μερίδας του κόσμου, για το αν πράγματι μπορεί να έρθει κοντά στα προβλήματα της κοινωνίας αλλά και να κάνει πράξη τη ρητορική του περί εναντίωσης στο κατεστημένο πολιτικό σύστημα.
Η επιλογή της συγκεκριμένης ρητορικής δεν έγινε τυχαία και όπως αποδείχτηκε ήταν εύστοχη. Πράγματι, για πρώτη φορά στην ιστορία της Γαλλίας κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας δεν είδαν τον υποψήφιο τους να περνά στο δεύτερο γύρο των εκλογών, ενώ για πρώτη φορά σε δεκαετίες τα ακραία κόμματα έλαβαν, αθροιστικά, ποσοστό μεγαλύτερο του 40%, σε μία εκκωφαντική έκκληση της κοινωνίας για πολιτική αλλαγή.
Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Η γαλλική οικονομία βρίσκεται σε ένα τέλμα απ’ το οποίο δε φαίνεται ικανή να ξεφύγει για δεκαετίες. Η ανάπτυξη του ΑΕΠ της είναι αναιμική ενώ η πρόβλεψη για το ρυθμό μεταβολής του στα επόμενα τριάντα, περίπου, χρόνια, είναι απογοητευτική, τοποθετώντας το μεταξύ 1.6% και 0.87%, με φθίνουσα δυναμική.
Και επειδή κανείς πολίτης δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τις μακροπρόθεσμες προβλέψεις, όσο απαισιόδοξες και είναι, είναι τα τρέχοντα στοιχεία για την πορεία του γαλλικού ΑΕΠ στα οποία εστιάζουν οι πολιτικοί αντίπαλοι του Μακρόν και που επιβεβαιώνουν τόσο την έλλειψη ουσιαστικής ανάπτυξης όσο και τη φθίνουσα πορεία της όποιας θετικής της μεταβολής. Ακόμη περισσότερο, η ανάλυση του ΑΕΠ δείχνει ότι το μεγαλύτερο μέρος της, οριακής, αύξησης του, στηρίζεται, κατά κόρον, στην εσωτερική κατανάλωση, με τη συνεισφορά των εξαγωγών να έχει βουλιάξει σε αρνητικό ρεκόρ, υποδεικνύοντας την κόπωση, την έλλειψη ανταγωνιστικότητας αλλά και τη συρρίκνωση του γαλλικού εξαγωγικού τομέα.
Μία ματιά στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, τη διαφορά μεταξύ εξαγωγών και εισαγωγών εμπορευμάτων, είναι αρκετή για να αναδείξει μία από τις μεγάλες πληγές της Γαλλίας, καθώς αυτό έχει βυθιστεί σε ιστορικό χαμηλό, καταρρέοντας, κυριολεκτικά, από την υιοθέτηση του ευρώ. Αυτό είναι ένα από τα επιχειρήματα της Μαρίν Λεπέν για την ανάγκη επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, ώστε να αναθερμανθούν οι γαλλικές εξαγωγές και κατ’ επέκταση η γαλλική οικονομία, μέσω της υποτίμησης του αλλά και της επαναφοράς του ελέγχου της νομισματικής πολιτικής στα χέρια της γαλλικής κυβέρνησης. Ένα επιχείρημα που χρησιμοποιεί και ο αριστερός υποψήφιος, Μελανσόν, για να πείσει για την ανάγκη εγκατάλειψης της Ευρωζώνης.
Δεν είναι, όμως, μόνο η ισχνή ανάπτυξη και η κατάρρευση των εξαγωγών που ταλαιπωρούν την γαλλική οικονομία και επηρεάζουν τη συμπεριφορά του εκλογικού σώματος αλλά και το υψηλό, για τα δεδομένα της Γαλλίας, ποσοστό ανεργίας, το οποίο έχει παραμείνει, πεισματικά, πάνω από το ορόσημο του 10%, στο υψηλότερο επίπεδο, σχεδόν, των τελευταίων είκοσι ετών αλλά και η εκτόξευση του δημόσιου χρέους που από το ξέσπασμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης έχει απογειωθεί από το 65% στο 95%, με τις προβλέψεις να δείχνουν ότι δε θα επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα για άλλα είκοσι χρόνια. Η θεαματική αύξηση του δημόσιου χρέους και, κυρίως, η αδυναμία των γαλλικών κυβερνήσεων των τελευταίων δέκα ετών να καταπολεμήσουν την υψηλή και επίμονη ανεργία είναι δύο από τα πολύ ισχυρά επιχειρήματα της Λεπέν απέναντι στο πολιτικό κατεστημένο, το οποίο υποστηρίζει ότι είναι ανήμπορο να αντιμετωπίσει τα οικονομικά προβλήματα της Γαλλίας και για το οποίο δηλώνει έτοιμη να το ανατρέψει.
Όμως, παραδόξως, η αρνητική οικονομική κατάσταση της Γαλλίας ευνόησε περισσότερο τον πρώην υπουργό Οικονομίας και έτσι, συνυπεύθυνο γι’ αυτήν, Μακρόν, παρά την Λεπέν και αυτό γιατί μόλις το 20% των ψηφοφόρων, σύμφωνα με σειρά δημοσκοπήσεων, θεωρούν την Λεπέν ως την καλύτερη υποψήφια για να βάλει την οικονομία σε τάξη, έναντι ποσοστού 35% που εμπιστεύεται γι’ αυτό το εγχείρημα τον Μακρόν.
Και αυτό γιατί το «δυνατό» σημείο της Λεπέν αφορά σε θέματα ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένου του μεταναστευτικού, με την ρητορική της περί εγκατάλειψης του ευρώ να μην βρίσκει την ανταπόκριση που θα επιθυμούσε, δεδομένου ότι περισσότερο απ’ το 50% των Γάλλων εξακολουθούν να θέλουν το κοινό νόμισμα, με το υπόλοιπο ποσοστό να είναι μοιρασμένο σε αντίπαλους του ευρώ, αδιάφορους και αναποφάσιστους, με τις δύο τελευταίες κατηγορίες να αποτελούν και σημαντικό τμήμα του 20% του εκλογικού σώματος που απείχε από την ψηφοφορία στον πρώτο γύρο και πιθανόν να απέχει και στον δεύτερο.
Αυτή, ακριβώς, η πλειοψηφία των υποστηρικτών του ευρώ και της ευρωπαϊκής προοπτικής της Γαλλίας γενικότερα και η αντίπαλη φωνή των υποστηρικτών της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα και της απομάκρυνσης απ’ την Ευρώπη, είναι που επέτρεψε τη δημιουργία του στρατοπέδου των «ευρωπαϊστών» και των «εθνικιστών», με το πρώτο να στηρίζει Μακρόν και το δεύτερο Λεπέν. Είναι αυτά τα δύο στρατόπεδα που θα καθορίσουν το αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου των γαλλικών εκλογών, με τις δημοσκοπήσεις, οι οποίες για πρώτη φορά εδώ και καιρό επιβεβαιώθηκαν, να δείχνουν νίκη Μακρόν με ποσοστό 62% με 64%. Ένα ποσοστό που μόνο οριακά μπορεί να αποδειχτεί ικανό να πείσει μία, φανερά, διαιρεμένη χώρα για τη δυνατότητα του ανερχόμενου πολιτικού αστέρα να εφαρμόσει τις πολιτικές που υποστηρίζει ότι μπορούν να βάλουν τη Γαλλία σε τροχιά ισχυρής ανάπτυξης και να ρίξουν την ανεργία στο επίπεδο του 7%, το οποίο ο Μακρόν έχει δηλώσει πως αποτελεί στόχο του.
Έναν στόχο που υπόσχεται ότι μπορεί να πετύχει αν εφαρμόσει το πρόγραμμα του το οποίο, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει:
Μείωση κατά 60 δισ. ευρώ στις δημόσιες δαπάνες έως το 2022, από 55% του ΑΕΠ σε 52%
Συρρίκνωση του δημοσίου κατά 120 χιλ. θέσεις, με την πρακτική της μη αντικατάστασης δημοσίων υπαλλήλων που βγαίνουν στη σύνταξη
Έκτακτο πακέτο τόνωσης της οικονομίας, ύψους 50 δισ. ευρώ, με κονδύλια για την κατάρτιση ανέργων και τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία
Μείωση του ελλείμματος κάτω από το 3% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ΕΕ
Μείωση του εταιρικού φόρου από το 33% στο 25% με παγίωση των φορολογικών ελαφρύνσεων των σοσιαλιστικών κυβερνήσεων στους μισθούς
Απαλλαγή του 80% των νοικοκυριών από τον φόρο κατοικίας – ένα μέτρο ύψους 10 δισ. ευρώ
Χρηματοοικονομικές επενδύσεις που εξαιρούνται από τον φόρο περιουσίας
Διατήρηση ανέπαφης της ηλικίας συνταξιοδότησης και των συντάξεων
Βελτίωση των σχέσεων με τη Γερμανία, πραγματοποιώντας μεταρρυθμίσεις και τηρώντας του ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες, με αντάλλαγμα την αύξηση των ευρωπαϊκών επενδύσεων
Όμως, ας μην ξεχνάμε πως, ήδη, από το 2012 ο Μακρόν έχει ήδη, σε ένα βαθμό, στα χέρια του τη γαλλική οικονομία, ως επικεφαλής του τμήματος Οικονομίας και Οικονομικών μέχρι το 2014 και υπουργός Οικονομίας, Βιομηχανίας και Ψηφιακών Υποθέσεων στη συνέχεια και οι επιδόσεις του κάθε άλλο παρά εντυπωσιακές μπορούν να κριθούν. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι λόγω της συμμετοχής της από το 2015 στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η Γαλλία απολαμβάνει τα χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού στην ιστορία της, μέχρι και 98.51% χαμηλότερα απ’ ότι πριν την υιοθέτηση του ευρώ και 69.76% χαμηλότερα απ’ το καλύτερο προηγούμενο ρεκόρ της, το 2006. Ένα πρόγραμμα το οποίο αργά αλλά σταθερά βαίνει προς την ολοκλήρωση του, κάτι που όταν συμβεί θα έχει τόσο χρηματιστηριακές και χρηματοπιστωτικές όσο και αμιγώς οικονομικές συνέπειες, ανάλογες με την κατάσταση στην οποία θα βρίσκεται, τότε, η γαλλική οικονομία.
Έτσι, μπορεί ο δρόμος προς την προεδρία να έχει ανοίξει για τον Μακρόν αλλά αυτός προς την ανάσταση της γαλλικής οικονομίας έχει ακόμη πολλά εμπόδια, μερικά απ’ τα οποία μοιάζουν ανυπέρβλητα. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι μία νίκη Μακρόν θα δώσει το φιλί της ζωής στην Ε.Ε. και θα την αφήσει, κουρασμένη αλλά ζωντανή. μέχρι την επόμενη μεγάλη μάχη της στις ιταλικές εκλογές. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είναι σημαντικό να δούμε αν οι πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία, με την εντυπωσιακή άνοδο της Λεπέν αλλά και άλλων ακραίων δυνάμεων, θα ενεργοποιήσει τη Γερμανία και θα την κάνει να αλλάξει πολιτική, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες και το ρόλο της ως μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης ή αν θα γίνει άλλη μία χαμένη ευκαιρία, ίσως η τελευταία για την Ευρώπη.
Και καθώς είναι, πλέον, πάρα πολύ πιθανό ο Μακρόν να είναι ο επόμενος πρόεδρος της Γαλλίας, ας κλείσουμε με μία αναφορά στις θέσεις που έχει εκφράσει για την Ελλάδα και τα οικονομικά ζητήματα που την απασχολούν. Όσον αφορά στο ελληνικό χρέος η άποψη που έχει εκφράσει, ήδη από το 2015, είναι πρέπει να κουρευτεί ενώ σχετικά με ένα ενδεχόμενο Grexit έχει υποστηρίξει ότι θα ζημίωνε τόσο την Ελλάδα όσο και την Ευρώπη.
Αναφορά με τα αίτια της ελληνικής κρίσης έχει υποστηρίξει ότι αυτά συμπεριλαμβάνουν μία από κοινού ευθύνη των ελληνικών κυβερνήσεων αλλά και των Ευρωπαίων ηγετών, ενώ ενδιαφέρουσα ήταν η στάση του για το 3ο Μνημόνιο για το οποίο είχε δηλώσει ότι δεν περίμενε να βοηθήσει την Ελλάδα να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του χρέους της. Ενδιαφέρον έχει και η θέση του Εμμανουέλ Μακρόν απέναντι στη στάση του ΔΝΤ στο ελληνικό ζήτημα, καθώς έχει ασκήσει έντονη κριτική απέναντι στο Ταμείο, σημειώνοντας σε ομιλία του τον Ιούνιο του 2016 ότι οι πολιτικές λιτότητας δε βοηθούν την Ελλάδα, προτείνοντας τη δημιουργία μηχανισμών δημοσιονομικής αλληλεγγύης και ένα μηχανισμό για την αναδιάρθρωση του χρέους των κρατών της Ευρωζώνης.
Βέβαια, όσο θετικά και αν ακούγονται τα παραπάνω για τη χώρα μας, το πιθανότερο είναι πως άμα την εκλογή του ως πρόεδρος της Γαλλίας, ο Μακρόν θα ακολουθήσει μία πολιτική ισορροπιών, αποφεύγοντας τη σύγκρουση με τη Γερμανία για την Ελλάδα. Παρόλα αυτά, πρόκειται για έναν πολιτικό που σε κάθε περίπτωση βλέπει πολλές απ’ τις πάγιες ελληνικές θέσεις με «καλό μάτι» και αυτό είναι κάτι το οποίο ίσως φανεί χρήσιμο σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις.
Πάνος Παναγιώτου
http://dia-kosmos.blogspot.gr/
Comments