Γιατί το «EQ» είναι πιο σημαντικό από το «IQ»
«Η συναισθηματική νοημοσύνη ορίζεται ως η ικανότητα κάποιου να αντιλαμβάνεται, να εκφράζει, να κατανοεί, να χρησιμοποιεί και να διαχειρίζεται τα δικά του συναισθήματα αλλά και των άλλων ανθρώπων με τους οποίους έρχεται σε επαφή»
«Η στοργή (κι όχι η αγάπη) είναι η ακριβής αντανάκλαση της συνείδησης της αληθινής φύσης μας. Γεννιόμαστε μόνοι. Μόλις συνειδητοποιούμε τους εαυτούς μας συνειδητοποιούμε τη μοναχικότητα....
Χρειαζόμαστε τους άλλους ανθρώπους, φυσιολογικά, συναισθηματικά, πνευματικά, αν θέλουμε να γνωρίζουμε κάτι, ειδικά τους εαυτούς μας.» C. S. Lewis – The Four Loves
Αποθηκεύοντας στη συναισθηματική μνήμη
Παρ’ όλο που η αμυγδαλή αποθηκεύει αρχέγονες πληροφορίες δε θα έπρεπε να την σκεφτούμε ως το μοναδικό κέντρο μάθησης. Η εγκαθίδρυση των αναμνήσεων είναι μια λειτουργία του όλου δικτύου, όχι μόνο ενός συστατικού. Η αμυγδαλή είναι πραγματικά κρίσιμη, μα δεν πρέπει να χάσουμε την παρατήρηση του γεγονότος ότι οι λειτουργίες υπάρχουν μόνο μέσα από την ικανότητα του συστήματος στο οποίο ανήκουν.
Η μνήμη γενικά, τείνει να είναι η διαδικασία μέσω της οποίας ανακαλούμε στον εγκέφαλο προηγούμενες συνειδησιακές εμπειρίες. Η αυθεντική μάθηση και μνήμη είναι ανάμεσα στον ιππόκαμπο και τον φλοιό. Αλλά, μετακίνηση του ιππόκαμπου έχει μικρή επίδραση στην κατάσταση του φόβου – εκτός από την κατάσταση που αφορά το γενικότερο πλαίσιο.
Σε αντίθεση, η συναισθηματική μάθηση που επιτυγχάνεται μέσω της κατάστασης του φόβου, δεν είναι δηλωμένη μάθηση. Είναι περισσότερο ενδιάμεση κατάσταση σ’ ένα διαφορετικό σύστημα, το οποίο κατά πάσα πιθανότητα, λειτουργεί ανεξάρτητα από τη δική μας συνειδησιακή αντίληψη. Συναισθηματικές πληροφορίες μπορούν ν’ αποθηκευτούν χωρίς τη δηλωμένη μνήμη, όμως φυλάσσονται εκεί σαν ένα ψυχρό, δηλωμένο γεγονός.
Για παράδειγμα, αν ένα άτομο έχει πληγωθεί σ’ ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, στο οποίο το κλάξον του αυτοκινήτου κόλλησε, αυτός/αυτή αργότερα αντιδρά όταν ακούει το δυνατό ήχο κλάξον αυτοκινήτων. Το άτομο θυμάται τις λεπτομέρειες του ατυχήματος, όπου και όποτε συνέβη, ποιος άλλος ήταν μπλεγμένος και πόσο άσχημο ήταν. Αυτές είναι δηλωμένες μνήμες οι οποίες εξαρτώνται από τον ιππόκαμπο. Το άτομο επίσης μπορεί να υποστεί ένταση, άγχος και κατάθλιψη, καθώς η συναισθηματική μνήμη επανεργοποιήθηκε μέσα από το αμυγδαλικό σύστημα. Το δηλωμένο σύστημα έχει αποθηκεύσει το συναισθηματικό περιεχόμενο της εμπειρίας, μα το έχει κάνει επίσης και σαν γεγονός.
Συναισθηματικές και δηλωμένες μνήμες έχουν αποθηκευτεί και αναχθεί παράλληλα και οι ενέργειές τους είναι συνδεμένες αδιαχώριστα στη συνειδησιακή μας εμπειρία. Αυτό δεν σημαίνει πως έχουμε απευθείας πρόσβαση στη συναισθηματική μνήμη μας, αντίθετα σημαίνει πως έχουμε πρόσβαση στις συνέπειες – δηλαδή στον τρόπο που συμπεριφερόμαστε, στον τρόπο που αισθάνονται τα σώματά μας. Αυτές οι συνέπειες συνδυάζονται με την ισχύουσα δηλωμένη μνήμη για να διαμορφώσουν μια καινούρια δηλωμένη μνήμη.
Το συναίσθημα δεν είναι απλώς μνήμη του ασυνείδητου, εξασκεί πολυδύναμη επιρροή στη δηλωμένη μνήμη και στις άλλες διαδικασίες σκέψεις. Όπως έχουν αποδείξει ο James ΜcGaugh και οι συνεργάτες του στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, η αμυγδαλή παίζει ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση της διατήρησης και δύναμης των μνήμεων.
Είναι πολύ σημαντική η διαφορά ανάμεσα στη δηλωμένη μνήμη και τη συναισθηματική μνήμη. Ο W.J.Jacobs του Πανεπιστημίου British Columbia και η Lynn Nabel του Πανεπιστημίου της Αριζόνα, διαφωνούσαν στο ότι δεν έχουμε την ικανότητα να θυμηθούμε τραυματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα πολύ νωρίς στη ζωή μας, επειδή ο ιππόκαμπος δεν είχε ωριμάσει αρκετά στο σημείο της διαμόρφωσης ενσυνειδήτων, προσπελάσιμων αναμνήσεων. Το σύστημα συναισθηματικής μνήμης, το οποίο αναπτύχθηκε προηγουμένως, διαμορφώνεται καθαρά και διατηρεί τις ασυνείδητες μνήμες αυτών των γεγονότων.
Και γ’ αυτό το λόγο, το τραύμα μπορεί να έχει επίπτωση στις νοητικές και συμπεριφοριστικές λειτουργίες στη μετέπειτα ζωή ενός ατόμου, αν και μέσα από τις διαδικασίες που παραμένουν απροσπέλαστες στη συνείδηση.
Επειδή η ταξινόμηση κατά ζεύγος, τονικότητα και σοκ, μπορεί να προκαλέσει εξαρτημένες αντιδράσεις στα ζώα, είναι φανερό ότι οι καταστάσεις φόβου δεν μπορεί να εξαρτώνται από τη συνείδηση. Μύγες και σαλιγκάρια για παράδειγμα, δεν είναι όντα που ξέρουν τη συνειδησιακή και πνευματική διαδικασία τους. Η μέθοδος ερμήνευσης του φαινομένου του Joseph E. LeDoux, είναι να σκεφτούμε το φόβο σαν μια αντικειμενική κατάσταση αντίληψης, που διεξάγεται όταν τα συστήματα του εγκεφάλου αντιδρούν στον κίνδυνο. Μόνον όταν ο οργανισμός θέτει έναν αρκετά ανεπτυγμένο νοητικό μηχανισμό, δημιουργεί ενσυνείδητο φόβο συνοδευμένο με σωματική αντίδραση. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι άνθρωποι δημιουργούν εμπειρία φόβου κι ότι η συνείδηση είναι μια αναγκαία προϋπόθεση στην υποκειμενοποίηση των συναισθηματικών καταστάσεων.
Έτσι, συναισθήματα ή αισθήματα είναι συνειδητά παράγωγα μιας ασυνείδητης διαδικασίας. Είναι πολύ σημαντικό να θυμηθούμε ότι οι υποκειμενικές εμπειρίες που ονομάζουμε αισθήματα, δεν είναι οι πρωταρχικές λειτουργίες του συστήματος που τις παράγει. Οι συναισθηματικές εμπειρίες είναι το αποτέλεσμα συστημάτων σε ετοιμότητα συμπεριφοριστικής προσαρμογής που έχουν διατηρηθεί μέσω της ανάπτυξης. Κάθε είδους υποκειμενικές εμπειρίες είναι προκαλούμενο πεδίο για τους επιστήμονες. Ούτως ή άλλως, έχουμε κάνει μακρύ δρόμο στην κατανόηση του νευρικού συστήματος και από το ίδιο το σύστημα, πραγματικά μπορούν να διεγερθούν υποκειμενικά αισθήματα. Εάν είναι έτσι, οι μελέτες πάνω στο νοητικό έλεγχο των συναισθηματικών αντιδράσεων, μπορεί να κρατούν το κλειδί για την κατανόηση των υποκειμενικών συναισθημάτων.
Αντικειμενική Αντίληψη
Η συνείδηση συσχετίζεται με ό,τι μπορούμε ν’ αποκαλέσουμε «αντίληψη» η διαδικασία κατά την οποία οι πληροφορίες στον εγκέφαλο είναι σφαιρικά διαθέσιμες να θέσουν σε κίνηση διαδικασίες, όπως ακριβώς η ομιλία και η σωματική δραστηριότητα. Η ιδέα ίσως δείχνει ασήμαντη. Όμως, η αντίληψη είναι αντικειμενική και φυσική, σε πεδία όπου η συνείδηση δεν είναι.
Μπορεί να καταστεί δυνατή η εξήγηση της συνείδησης. Πιστεύουμε ότι, αυτή τη στιγμή, η καλύτερη προσέγγιση στο πρόγραμμα της εξήγησης της συνείδησης είναι να συγκεντρωθούμε στην έρευνα για να βρούμε τι γνωρίζουμε για το νευρικό συσχετισμό της συνείδησης – τις διαδικασίες στον εγκέφαλο, που είναι πιο άμεσα υπεύθυνες για τη συνείδηση. Εντοπίζοντας τους νευρώνες στον εγκεφαλικό φλοιό που σχετίζεται περισσότερο με τη συνείδηση και σχηματοποιώντας πώς ενώνονται σε αλυσίδα με τους νευρώνες οπουδήποτε αλλού στον εγκέφαλο, μπορεί να βρούμε το κλειδί των εσωτερικών θεάσεων, το οποίο ο David J. Chalmers ονομάζει το μεγάλο πρόβλημα: ένας πλήρης υπολογισμός των τρόπων με τον οποίο η υποκειμενική εμπειρία φανερώνεται από αυτές τις εγκεφαλικές διαδικασίες.
Προτείνουμε τον Chalmers για τολμηρή αναγνώριση και επικέντρωση στο μεγάλο πρόβλημα σ’ αυτό το πρώιμο στάδιο, παρ’ όλο που δεν ενθουσιαζόμαστε για κάποια από τα σκεπτικά πειράματα. Το μεγάλο αυτό πρόβλημα, μπορεί να χτυπηθεί με διάφορες ερωτήσεις: Γιατί έχουμε εμπειρίες για τα πράγματα γύρω μας; Τι οδηγεί σε συγκεκριμένη συνειδησιακή εμπειρία (όπως είναι η αίσθηση του πράσινου – πρασινότητα του χρώματος πράσινου;) Γιατί κάποιες όψεις της υποκειμενικής εμπειρίας είναι αδύνατον να μεταβιβαστούν σε άλλους ανθρώπους (με άλλα λόγια, γιατί είναι καθαρά προσωπικές;) Πιστεύουμε πως έχουμε μιαν απάντηση στο τελευταίο πρόβλημα και μια πρόταση για τα δύο πρώτα, περιστρεφόμενοι γύρω από ένα φαινόμενο, γνωστό ως κατηγορηματική, νευρωνική αναπαράσταση.
Τι δίνει «κατηγορηματική» ερμηνεία στα παραπάνω συμφραζόμενα; Ο καλύτερος τρόπος να το προσδιορίσουμε είναι ένα παράδειγμα. Στις αντιδράσεις της εικόνας ενός ανθρώπου ας υποθέσουμε, τα γαγγλιακά κύτταρα βολιδοσκοπούν όλο το πεδίο του αμφιβληστροειδούς χιτώνα, όπως ακριβώς τα pixels στην οθόνη μιας τηλεόρασης, για να δημιουργήσει μια απόλυτη αναπαράσταση του προσώπου. Την ίδια στιγμή, μπορούν επίσης ν’ αντιδράσουν σε πάμπολλα άλλα χαρακτηριστικά της εικόνας, όπως οι σκιές, οι γραμμές, ο ανομοιογενής φωτισμός κλπ.
Μερικοί νευρώνες, υψηλά ιστάμενοι στην ιεραρχία του οπτικού φλοιού αντιδρούν κυρίως στο πρόσωπο ή ακόμα στο πρόσωπο ιδωμένο από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία. Τέτοιοι νευρώνες βοηθούν τον εγκέφαλο ν’ αναπαραστήσει το πρόσωπο μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο. Οι απώλειά τους, που είναι αποτέλεσμα ενός χτυπήματος ή κάποιας άλλης εγκεφαλικής βλάβης, οδηγεί στην προσωπαγνωσία, μια ανικανότητα του ατόμου ν’ αναγνωρίζει συνειδησιακά, φιλικά του πρόσωπα -ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό- παρ’ όλο που το άτομο ένα πρόσωπο σαν ένα πρόσωπο.
Παρόμοια, βλάβες σε άλλα σημεία του οπτικού φλοιού, μπορούν να προκαλέσουν σε κάποιον την απώλεια της εμπειρίας των χρωμάτων, ενώ ακόμα μπορεί να δει τις αποχρώσεις του μαύρου και άσπρου, παρ’ όλο που δεν υπάρχει ελάττωμα στη σύλληψη των χρωμάτων στο μάτι.
Σε κάθε επίπεδο, η οπτική πληροφορία επανακωδικοποιείται τυπικά με έναν ημιεραρχικό τρόπο. Τα γαγγλιακά κύτταρα του αμφιβληστροειδούς αντιδρούν σε μια πηγή φωτός. Οι νευρώνες, στον πρωταρχικό οπτικό φλοιό, είναι περισσότερο ειδικοί στην αντίδραση των γραμμών ή των γωνιών. Οι υψηλότεροι νευρώνες θα μπορούσαν να προτιμήσουν ένα κινούμενο περίγραμμα. Ακόμα πιο ψηλά, είναι αυτοί που αντιδρούν στα πρόσωπα ή σε άλλα φιλικά αντικείμενα. Στην κορυφή είναι αυτοί οι οποίοι σχεδιάζουν τις προ-λειτουργικές και λειτουργικές δομές στον εγκέφαλο, όπου βομβαρδίζουν τους νευρώνες που εισάγουν πράξεις τέτοιες, όπως η ομιλία ή η αποφυγή ενός αυτοκινήτου που έρχεται καταπάνω μας.
Η σημασία των συναισθημάτων στην ανάπτυξη του ατόμου.
O Chalmers πιστεύει, όπως και οι Francis Crick, Christof Koch, ότι οι υποκειμενικές ιδέες μιας εμπειρίας πρέπει να λαμβάνουν χώρα κοντά στην πυροδότηση των νευρώνων που ανταποκρίνονται σ’ αυτές τις ιδέες (οι νευρωνικοί συσχετισμοί – συνάψεις). Περιγράφει ένα γνωστό σκεπτικό επιχείρημα, που έχει δομηθεί γύρω από μια υποθετική νευροεπιστήμονα, τη Μαίρη, που είναι ειδικευμένη στην αντίληψη των χρωμάτων, όμως δεν έχει δει ποτέ ένα χρώμα. Πιστεύουμε ότι ο λόγος που η Μαίρη δεν γνωρίζει, πώς είναι να βλέπει ένα χρώμα, ίσως, είναι ότι δεν είχε ποτέ κατηγορηματική νευρωνική αναπαράσταση ενός χρώματος στον εγκέφαλό της, παρά μόνο μέσα από λέξεις και ιδέες σχετικά με τα χρώματα.
Στην ανάγκη να περιγράψουμε μια υποκειμενική οπτική εμπειρία, η πληροφορία πρέπει να μεταδοθεί στο επίπεδο εκκινητικής παραγωγής του εγκεφάλου, εκεί όπου είναι δυνατή η ομιλία ή άλλες πράξεις. Αυτή η μετάδοση αφορά και ως συνέπεια την επανακωδικοποίηση της πληροφορίας, έτσι ώστε η κατηγορηματική πληροφορία εκφράζεται από τους κινητικούς – λειτουργικούς νευρώνες που συσχετίζονται, όχι όμως αναγνωριστικά, στην κατηγορηματική πληροφορία που εκφράζεται από την πυροδότηση των νευρώνων, που σχετίζονται με τη χρωματική εμπειρία, σε κάποιο επίπεδο στην οπτική ιεραρχία.
Δεν είναι δυνατόν να συνδέσουμε με λέξεις και ιδέες την ακριβή φύση μιας υποκειμενικής εμπειρίας. Είναι όμως δυνατό, να συνδέσουμε μια διάκριση μεταξύ υποκειμενικών εμπειριών – για παράδειγμα η διάκριση ανάμεσα στο κόκκινο και το πορτοκαλί. Αυτό είναι δυνατό επειδή η διάκριση σε ένα υψηλό επίπεδο, οπτικής περιοχής του φλοιού, είναι συνδεμένη με τη διάκριση στα κινητικά – λειτουργικά επίπεδα. Η συνέπεια είναι ότι δεν μπορούμε ποτέ να εξηγήσουμε σε άλλους ανθρώπους την υποκειμενική φύση της οποιαδήποτε συνειδησιακής εμπειρίας, μόνο τη σχέση της με αυτές των άλλων ατόμων.
Στις άλλες δύο ερωτήσεις, που αφορούν το γιατί έχουμε συνειδησιακές εμπειρίες και ποιο είναι αυτό που οδηγεί τις συγκεκριμένες, εμφανίζεται δυσκολότερη η εξήγηση. O Chalmers προτείνει ότι χρειάζονται την εισαγωγή της «εμπειρίας» ως ένα καινούριο ιδρυματικό χαρακτηριστικό του κόσμου, σχετιζόμενο με την ικανότητα ενός οργανισμού να υποβάλλει σε επεξεργασία πληροφορίες. Αλλά ποιοι τύποι από νευρωνικές πληροφορίες να ανταποκρίνονται στην «κυανότητα» του μπλε παρά στην «πρασινότητα» του πράσινου; Αυτά τα προβλήματα φαίνονται ως τα πιο δύσκολα στις μελέτες για τη συνείδηση.
Οι Krick, Koch προτιμούν μια ανεξάρτητη προσέγγιση, που αφορά τις ιδέες της «σημασίας». Σε ποια αίσθηση οι νευρώνες που αφορούν κατηγορηματικά τον κώδικά για ένα πρόσωπο, μπορεί να ειπωθεί ότι συνδέουν τη σημασία ενός προσώπου στο υπόλοιπο μέρος του εγκεφάλου; Τέτοια ιδιότητα πρέπει να σχετίζεται με το προβαλλόμενο πεδίο του κυττάρου – το υπόδειγμα των συναπτικών συνδέσεων στους νευρώνες που κωδικοποιείται κατηγορηματικά για συσχετισμένες συλλήψεις (ιδέες). Τέλος, αυτές οι συνδέσεις φτάνουν μέχρι την έξοδο εκκίνησης λειτουργίας. Για παράδειγμα, οι νευρώνες αντιδρούν σ’ ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, που μπορεί να είναι συνδεμένο με την έκφραση του ονόματος του προσώπου του οποίου είναι πρόσωπο, μέσω κάποιου, αλλά και τη φωνή του άλλου/άλλης, οι αναμνήσεις έχουν σχέση και με αυτόν/αυτήν και συνεχίζεται.
Τέτοιες διασυνδέσεις μεταξύ των νευρώνων είναι χρήσιμες, συμπεριφοριστικά – με άλλα λόγια έχουν σχέσεις αλληλουχίας με την ανατροφοδότηση από το σώμα και τον εξωτερικό κόσμο.
Η εννόηση προέρχεται από ένα σύστημα συνδέσεων μεταξύ αυτών των αναπαραστάσεων με άλλες, εξαπλωμένες σ’ ολόκληρο το σύστημα του φλοιού, σε μια συσχέτιση δικτύου, παρόμοια με ένα λεξικό ή με μια συσχετισμένη βάση δεδομένων. Όσο πιο διαφορετικές είναι οι συνδέσεις, τόσο πλουσιότερη είναι η εννόηση. Εάν, όπως υπάρχει στο προηγούμενο παράδειγμα της προσωπαγνωσίας, οι συνάψεις εξόδων, για ένα τέτοιο πρόσωπο, είναι μπλοκαρισμένες, τα κύτταρα θα αντιδρούν στο πρόσωπο του ατόμου, όμως δε θα μπορούσε να υπάρχει συσχετισμένη εννόηση και, έτσι, πολύ λιγότερη εμπειρία του. Γι’ αυτό το λόγο, ένα πρόσωπο θα μπορούσε να ειδωθεί όχι όμως και να αναγνωριστεί επίσης.
Βέβαια, ομάδες νευρώνων μπορούν ν’ αναλάβουν νέες λειτουργίες, επιτρέποντας στον εγκέφαλο να μάθει νέες κατηγορίες (συμπεριλαμβανομένων και προσώπων), συσχετίζοντας τις νέες κατηγορίες με τις ήδη προϋπάρχουσες. Βασικές πρωταρχικές συσχετίσεις, όπως ο πόνος, κατά ένα μέρος προϋπάρχουν από τη γέννηση, ακολούθως επανεβρίσκονται στη ζωή.
Οι πληροφορίες μπορούν πραγματικά να είναι το κλειδί της σύλληψης, όπως υποπτεύεται ο Chalmers. Μεγαλύτερη βεβαιότητα θα χρειαζόταν εξέταση και μελέτη των υψηλών, παράλληλων καναλιών της πληροφορίας, συνδεμένες – όπως οι νευρώνες – σε πολύπλοκα συστήματα. Θα ήταν χρήσιμο να προσπαθήσουμε να καθορίσουμε τα χαρακτηριστικά ενός νευρωνικού δικτύου ή κάποιων άλλων το ίδιο υπολογιστικών ενσωματώσεων, που θα πρέπει να έχει, για να γεννηθεί η εννόηση. Είναι πιθανό το γεγονός ότι τέτοιες ασκήσεις θα συμπέραναν τη νευρωνική βάση της εννόησης. Το πολύ δύσκολο πρόβλημα της συνείδησης μπορεί να εμφανιστεί μέσα από ένα εντελώς καινούριο φως. Ίσως ακόμα να εξαφανιστεί.
Συμπερασματικά, εναρμονίζοντας το συναίσθημα με τη σκέψη, ο λόγος για την εκτενή αναφορά στις λειτουργίες του εγκεφάλου, είναι η καθαρά ιατρική απόδειξη μέσω των μαγνητικών ανιχνεύσεων των μερών του εγκεφάλου, η καθαρά επιστημονική, όχι ακαδημαϊκή απόδειξη ότι η κατεύθυνση του συρμού των νευρώνων και η επιλογή των συνάψεων που συμβαίνουν κάθε μέρος του δευτερολέπτου, ανήκουν προσωπικά στον καθένα μας.
Η συνείδησή μας, σαν αυτοοργανώσιμο σύστημα, διαμορφώνει τις σκέψεις και πράξεις μας. Είμαστε ελεύθεροι από κάθε άποψη και ταυτόχρονα υπεύθυνοι για οποιαδήποτε στιγμιαία σκέψη και πράξη. Οι προμετωπιαίες μεταιχμιακές διασυνδέσεις είναι κρίσιμες και ουσιαστικές στο να μας οδηγήσουν στις αποφάσεις που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία στη ζωή μας.
Ξεκινήσαμε με το Δρ. Νταμάζιο και τελειώνουμε με τις έρευνες που διεξήγαγε πάνω στο τι δημιουργεί μειονεξία σε ασθενείς με βλάβη στο κύκλωμα προμετωπιαίου – αμυγδαλής. Η ικανότητά τους να παίρνουν αποφάσεις έχει πληγεί σημαντικά και παρά ταύτα δεν εμφανίζουν κανένα περιορισμό του νοητικού τους πηλίκου ή οποιασδήποτε άλλης γνωστικής ικανότητας. Ο Δρ. Νταμάζιο αναφέρει ότι οι αποφάσεις τους είναι τόσο άστοχες επειδή έχουν χάσει την πρόσβαση στη συναισθηματική νοημοσύνη.
Άρα τα συναισθήματα είναι τυπικά απαραίτητα στη λήψη λογικών αποφάσεων. Μας υποδεικνύουν τη σωστή κατεύθυνση, όπου η στεγνή λογική μπορεί να είναι η καλύτερη επιλογή. Με τον τρόπο αυτό ο συγκινησιακός εγκέφαλος εμπλέκεται στη λογική σκέψη όσο και ο σκεπτόμενος εγκέφαλος. Ο νους δεν μπορεί να λειτουργήσει στην εντέλεια χωρίς τη συναισθηματική νοημοσύνη. Κανονικά η συμπληρωματικότητα του μεταιχμιακού συστήματος και του νεοφλοιού, της αμυγδαλής και των προμετωπιαίων λοβών σημαίνει ότι το καθένα είναι το έτερον ήμισυ του άλλου στη διανοητική ζωή. Όταν αυτά τα δύο συμπληρωματικά μέρη αλληλεπιδρούν ικανοποιητικά, η συναισθηματική νοημοσύνη προάγεται – όπως και η πνευματική ικανότητα.
Ο Paul McLean (1978), ερευνητής του εγκεφάλου, πιστεύει ότι ο αλτρουισμός και η εμπάθεια είναι άμεσα συσχετισμένοι με τη λειτουργία του προμετωπιαίου φλοιού, το νεότερο μέρος του ανθρώπινου εγκεφάλου. Προτείνει ότι, εάν αυτοί οι νευρωνικοί συρμοί, δεν καταφέρουν να μπουν στο παιχνίδι στο κρίσιμο στάδιο στάδιο της ανάπτυξης, στην παιδική ηλικία, ίσως ποτέ δεν θα μπορέσουν να λειτουργήσουν κανονικά. Εφόσον παρέχουμε ένα «αντιδραστικό» εκπαιδευτικό περιβάλλον στα παιδιά, μπορεί αυτό το περιβάλλον να ειδωθεί σαν καίρια σημαντικό για την βιολογική, πνευματική και συναισθηματική ανάπτυξή τους.
Δείκτης Νοημοσύνης & Συναισθηματική Νοημοσύνη
Ο Δείκτης Νοημοσύνης ΔΝ (IQ) και η Συναισθηματική Νοημοσύνη ΣΝ, (EQ) δεν είναι δύο αντικρουόμενες, αλλά δύο ξεχωριστές ικανότητες. Η δυνατότητα μέτρησης της ΣΝ με απλό τεστ, όπως του ΔΝ, δεν είναι εύκολη. Παρόλο που διεξάγεται ευρύτατη έρευνα σε καθένα από τα συστατικά της στοιχεία, μερικά απ’ αυτά όπως η ενσυναίσθηση, μπορούν να εκτιμηθούν καλύτερα με δειγματοληψία της ικανότητας ενός ατόμου πρακτικά – όπως π.χ. με την ερμηνεία των συναισθημάτων ενός ατόμου μέσα από μια βιντεοταινία αποτυπωμένων εκφράσεων του προσώπου του.
Η ρήση του *Χείλωνα Δαμαγέτου του Λακεδαιμόνιου το γνωστό «γνώθι σ’ αυτόν» εκφράζει ακριβώς αυτόν το θεμέλιο λίθο της συναισθηματικής νοημοσύνης: να αντιλαμβάνεσαι τα συναισθήματά σου μόλις γεννηθούν μέσα σου. Οι ψυχολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο «μεταγνώση» για να αναφερθούν στην αντίληψη της διαδικασίας της σκέψης, καθώς και τον όρο «μετασυναίσθημα» για να υποδηλώσουν την αντίληψη των συναισθημάτων του ατόμου. Ο συγγραφέας της «Συναισθηματικής Νοημοσύνης» Daniel Goleman, προτιμά τον όρο αυτοεπίγνωση, με την έννοια της συνεχούς προσοχής του ατόμου στις εσωτερικές του καταστάσεις (παραφύλαξη, παραμόνεμα, παρατήρηση). Σ’ αυτήν την αυτοανακλαστική επίγνωση ο νους παρατηρεί και διερευνά την ίδια την εμπειρία, η οποία συμπεριλαμβάνει το συναίσθημα.
«Νους ορά και Νους ακούει» Αριστοτέλης
Αυτή η ιδιότητα της αντίληψης συγγενεύει με αυτό που η επίσημη ψυχολογία αναφέρει ως «ισομερώς διάχυτη προσοχή». Αυτή η προσοχή προσλαμβάνει οτιδήποτε περνά από την αντίληψη με αμεροληψία, ως αυτόπτης μάρτυρας που ενδιαφέρεται, αν και δε συμμετέχει. Μερικοί ψυχολόγοι αποκαλούν «παρατηρητικό εγώ» την ικανότητα της αυτοεπίγνωσης που επιτρέπει στον παρατηρητή να παρατηρήσει τις ίδιες του τις αντιδράσεις προς αυτό που λέει ο αναλυόμενος, και που η διαδικασία του ελεύθερου συνειρμού καλλιεργεί στον ασθενή.
Η αυτοεπίγνωση δεν είναι μια προσοχή που παρασύρεται από τα συναισθήματα, υπεραντιδρώντας και διευρύνοντας αυτό που γίνεται αντιληπτό. Μάλλον είναι μια ουδέτερη μέθοδος που συντηρεί την αυτοαντανάκλαση ακόμα και μέσα σε θυελλώδεις συγκινήσεις. Ο Γουόλιαμ Στάιρον μιλάει για την αίσθηση «ότι συνοδεύεται από ένα δεύτερο εαυτό, έναν παρατηρητή φάντασμα, ο οποίος, χωρίς να μοιράζεται την παραφροσύνη του σωσία του, είναι ικανός να παρατηρεί με απαθή περιέργεια τον αγώνα του συντρόφου του».
Αυτοεπίγνωση, με λίγα λόγια, σημαίνει «αντίληψη και της διάθεσής μας και των σκέψεών μας σχετικά με αυτή τη διάθεση» σύμφωνα με τον Τζων Μέγιερ, ψυχολόγο στο Πανεπιστήμιο του Νιου Χάμσαϊρ. Θεωρεί ότι οι άνθρωποι διαμορφώνουν διαφορετικά και ξεχωριστά στυλ καθώς αναγνωρίζουν και μαθαίνουν να χειρίζονται τα συναισθήματά τους.
Αυτογνώστες: Οι άνθρωποι που έχουν επίγνωση των διαθέσεών τους την ώρα που τις βιώνουν και εξειδικεύουν κάπως την συναισθηματική τους ζωή.
Καταπιεσμένοι: Είναι άνθρωποι που νιώθουν να πνίγονται από τα συναισθήματά τους και δεν μπορούν ν’ απαλλαγούν από αυτά, λες και οι ίδιες οι διαθέσεις τους έχουν πάρει το «πάνω χέρι».
Δεκτικοί: Ενώ οι άνθρωποι συχνά είναι σαφείς ως προς τι νιώθουν πραγματικά, τείνουν παράλληλα ν’ αποδέχονται τις διαθέσεις τους έτσι δεν προσπαθούν να τις αλλάξουν.
Σε ακραίες καταστάσεις η συναισθηματική αυτοεπίγνωση μερικών ανθρώπων είναι συγκλονιστική, ενώ άλλων είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Οι γυναίκες γενικά, σύμφωνα με τον Ντίνερ, ψυχολόγο στο Πανεπιστήμιο του Ιλλινόι, νιώθουν και τα θετικά και τα αρνητικά συναισθήματα πιο έντονα απ’ ότι οι άντρες. Η συναισθηματική ζωή είναι πιο πλούσια γι’ αυτούς που παρατηρούν περισσότερο. Πάντως αυτή η ανεπτυγμένη συναισθηματική ευαισθησία σημαίνει ότι για τους ανθρώπους αυτούς η ελάχιστη πρόκληση εξαπολύει συγκινησιακές καταιγίδες, είτε απ’ τον παράδεισο είτε από την κόλαση, ενώ όσοι βρίσκονται στο άλλο άκρο βιώνουν μόλις και με τα βίας οποιοδήποτε συναίσθημα, ακόμα και στις πιο φρικτές συνθήκες.
Ο Δρ. Πέτρος Σιφναίος, ψυχίατρος του Χάρβαρντ, επινόησε τον όρο «αλεξιθυμία» (α+λέξις+θυμός) για τους ανθρώπους που στερούνται λέξεων για τα αισθήματά τους. Οι αλεξιθυμικοί δεν είναι ανίκανοι να νιώσουν, είναι όμως ανίκανοι να αναγνωρίζουν και ιδιαίτερα ανίκανοι να περιγράψουν με λέξεις ποια ακριβώς είναι τα αισθήματά τους. Όπως παρατήρησε ο Χένρι Ροθ στο μυθιστόρημά του Call It Sleep, σχετικά με αυτή τη δύναμη του λόγου: «Αν μπορούσες να εκφράσεις με λόγια αυτό που ένιωθες θα το έκανες κτήμα σου».
η συνέχεια εδώ
http://dia-kosmos.blogspot.gr/
«Η συναισθηματική νοημοσύνη ορίζεται ως η ικανότητα κάποιου να αντιλαμβάνεται, να εκφράζει, να κατανοεί, να χρησιμοποιεί και να διαχειρίζεται τα δικά του συναισθήματα αλλά και των άλλων ανθρώπων με τους οποίους έρχεται σε επαφή»
«Η στοργή (κι όχι η αγάπη) είναι η ακριβής αντανάκλαση της συνείδησης της αληθινής φύσης μας. Γεννιόμαστε μόνοι. Μόλις συνειδητοποιούμε τους εαυτούς μας συνειδητοποιούμε τη μοναχικότητα....
Χρειαζόμαστε τους άλλους ανθρώπους, φυσιολογικά, συναισθηματικά, πνευματικά, αν θέλουμε να γνωρίζουμε κάτι, ειδικά τους εαυτούς μας.» C. S. Lewis – The Four Loves
- Μερικοί άνθρωποι μπορούν να συντονίσουν τη συνείδησή τους σε άλλα μήκη κύματος και να συνδεθούν με πληροφορίες ή συνειδήσεις που λειτουργούν σε άλλες συχνότητες
Αποθηκεύοντας στη συναισθηματική μνήμη
Η μνήμη γενικά, τείνει να είναι η διαδικασία μέσω της οποίας ανακαλούμε στον εγκέφαλο προηγούμενες συνειδησιακές εμπειρίες. Η αυθεντική μάθηση και μνήμη είναι ανάμεσα στον ιππόκαμπο και τον φλοιό. Αλλά, μετακίνηση του ιππόκαμπου έχει μικρή επίδραση στην κατάσταση του φόβου – εκτός από την κατάσταση που αφορά το γενικότερο πλαίσιο.
Σε αντίθεση, η συναισθηματική μάθηση που επιτυγχάνεται μέσω της κατάστασης του φόβου, δεν είναι δηλωμένη μάθηση. Είναι περισσότερο ενδιάμεση κατάσταση σ’ ένα διαφορετικό σύστημα, το οποίο κατά πάσα πιθανότητα, λειτουργεί ανεξάρτητα από τη δική μας συνειδησιακή αντίληψη. Συναισθηματικές πληροφορίες μπορούν ν’ αποθηκευτούν χωρίς τη δηλωμένη μνήμη, όμως φυλάσσονται εκεί σαν ένα ψυχρό, δηλωμένο γεγονός.
Για παράδειγμα, αν ένα άτομο έχει πληγωθεί σ’ ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, στο οποίο το κλάξον του αυτοκινήτου κόλλησε, αυτός/αυτή αργότερα αντιδρά όταν ακούει το δυνατό ήχο κλάξον αυτοκινήτων. Το άτομο θυμάται τις λεπτομέρειες του ατυχήματος, όπου και όποτε συνέβη, ποιος άλλος ήταν μπλεγμένος και πόσο άσχημο ήταν. Αυτές είναι δηλωμένες μνήμες οι οποίες εξαρτώνται από τον ιππόκαμπο. Το άτομο επίσης μπορεί να υποστεί ένταση, άγχος και κατάθλιψη, καθώς η συναισθηματική μνήμη επανεργοποιήθηκε μέσα από το αμυγδαλικό σύστημα. Το δηλωμένο σύστημα έχει αποθηκεύσει το συναισθηματικό περιεχόμενο της εμπειρίας, μα το έχει κάνει επίσης και σαν γεγονός.
Συναισθηματικές και δηλωμένες μνήμες έχουν αποθηκευτεί και αναχθεί παράλληλα και οι ενέργειές τους είναι συνδεμένες αδιαχώριστα στη συνειδησιακή μας εμπειρία. Αυτό δεν σημαίνει πως έχουμε απευθείας πρόσβαση στη συναισθηματική μνήμη μας, αντίθετα σημαίνει πως έχουμε πρόσβαση στις συνέπειες – δηλαδή στον τρόπο που συμπεριφερόμαστε, στον τρόπο που αισθάνονται τα σώματά μας. Αυτές οι συνέπειες συνδυάζονται με την ισχύουσα δηλωμένη μνήμη για να διαμορφώσουν μια καινούρια δηλωμένη μνήμη.
Το συναίσθημα δεν είναι απλώς μνήμη του ασυνείδητου, εξασκεί πολυδύναμη επιρροή στη δηλωμένη μνήμη και στις άλλες διαδικασίες σκέψεις. Όπως έχουν αποδείξει ο James ΜcGaugh και οι συνεργάτες του στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, η αμυγδαλή παίζει ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση της διατήρησης και δύναμης των μνήμεων.
Είναι πολύ σημαντική η διαφορά ανάμεσα στη δηλωμένη μνήμη και τη συναισθηματική μνήμη. Ο W.J.Jacobs του Πανεπιστημίου British Columbia και η Lynn Nabel του Πανεπιστημίου της Αριζόνα, διαφωνούσαν στο ότι δεν έχουμε την ικανότητα να θυμηθούμε τραυματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα πολύ νωρίς στη ζωή μας, επειδή ο ιππόκαμπος δεν είχε ωριμάσει αρκετά στο σημείο της διαμόρφωσης ενσυνειδήτων, προσπελάσιμων αναμνήσεων. Το σύστημα συναισθηματικής μνήμης, το οποίο αναπτύχθηκε προηγουμένως, διαμορφώνεται καθαρά και διατηρεί τις ασυνείδητες μνήμες αυτών των γεγονότων.
Και γ’ αυτό το λόγο, το τραύμα μπορεί να έχει επίπτωση στις νοητικές και συμπεριφοριστικές λειτουργίες στη μετέπειτα ζωή ενός ατόμου, αν και μέσα από τις διαδικασίες που παραμένουν απροσπέλαστες στη συνείδηση.
Επειδή η ταξινόμηση κατά ζεύγος, τονικότητα και σοκ, μπορεί να προκαλέσει εξαρτημένες αντιδράσεις στα ζώα, είναι φανερό ότι οι καταστάσεις φόβου δεν μπορεί να εξαρτώνται από τη συνείδηση. Μύγες και σαλιγκάρια για παράδειγμα, δεν είναι όντα που ξέρουν τη συνειδησιακή και πνευματική διαδικασία τους. Η μέθοδος ερμήνευσης του φαινομένου του Joseph E. LeDoux, είναι να σκεφτούμε το φόβο σαν μια αντικειμενική κατάσταση αντίληψης, που διεξάγεται όταν τα συστήματα του εγκεφάλου αντιδρούν στον κίνδυνο. Μόνον όταν ο οργανισμός θέτει έναν αρκετά ανεπτυγμένο νοητικό μηχανισμό, δημιουργεί ενσυνείδητο φόβο συνοδευμένο με σωματική αντίδραση. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι άνθρωποι δημιουργούν εμπειρία φόβου κι ότι η συνείδηση είναι μια αναγκαία προϋπόθεση στην υποκειμενοποίηση των συναισθηματικών καταστάσεων.
Έτσι, συναισθήματα ή αισθήματα είναι συνειδητά παράγωγα μιας ασυνείδητης διαδικασίας. Είναι πολύ σημαντικό να θυμηθούμε ότι οι υποκειμενικές εμπειρίες που ονομάζουμε αισθήματα, δεν είναι οι πρωταρχικές λειτουργίες του συστήματος που τις παράγει. Οι συναισθηματικές εμπειρίες είναι το αποτέλεσμα συστημάτων σε ετοιμότητα συμπεριφοριστικής προσαρμογής που έχουν διατηρηθεί μέσω της ανάπτυξης. Κάθε είδους υποκειμενικές εμπειρίες είναι προκαλούμενο πεδίο για τους επιστήμονες. Ούτως ή άλλως, έχουμε κάνει μακρύ δρόμο στην κατανόηση του νευρικού συστήματος και από το ίδιο το σύστημα, πραγματικά μπορούν να διεγερθούν υποκειμενικά αισθήματα. Εάν είναι έτσι, οι μελέτες πάνω στο νοητικό έλεγχο των συναισθηματικών αντιδράσεων, μπορεί να κρατούν το κλειδί για την κατανόηση των υποκειμενικών συναισθημάτων.
Αντικειμενική Αντίληψη
Μπορεί να καταστεί δυνατή η εξήγηση της συνείδησης. Πιστεύουμε ότι, αυτή τη στιγμή, η καλύτερη προσέγγιση στο πρόγραμμα της εξήγησης της συνείδησης είναι να συγκεντρωθούμε στην έρευνα για να βρούμε τι γνωρίζουμε για το νευρικό συσχετισμό της συνείδησης – τις διαδικασίες στον εγκέφαλο, που είναι πιο άμεσα υπεύθυνες για τη συνείδηση. Εντοπίζοντας τους νευρώνες στον εγκεφαλικό φλοιό που σχετίζεται περισσότερο με τη συνείδηση και σχηματοποιώντας πώς ενώνονται σε αλυσίδα με τους νευρώνες οπουδήποτε αλλού στον εγκέφαλο, μπορεί να βρούμε το κλειδί των εσωτερικών θεάσεων, το οποίο ο David J. Chalmers ονομάζει το μεγάλο πρόβλημα: ένας πλήρης υπολογισμός των τρόπων με τον οποίο η υποκειμενική εμπειρία φανερώνεται από αυτές τις εγκεφαλικές διαδικασίες.
Προτείνουμε τον Chalmers για τολμηρή αναγνώριση και επικέντρωση στο μεγάλο πρόβλημα σ’ αυτό το πρώιμο στάδιο, παρ’ όλο που δεν ενθουσιαζόμαστε για κάποια από τα σκεπτικά πειράματα. Το μεγάλο αυτό πρόβλημα, μπορεί να χτυπηθεί με διάφορες ερωτήσεις: Γιατί έχουμε εμπειρίες για τα πράγματα γύρω μας; Τι οδηγεί σε συγκεκριμένη συνειδησιακή εμπειρία (όπως είναι η αίσθηση του πράσινου – πρασινότητα του χρώματος πράσινου;) Γιατί κάποιες όψεις της υποκειμενικής εμπειρίας είναι αδύνατον να μεταβιβαστούν σε άλλους ανθρώπους (με άλλα λόγια, γιατί είναι καθαρά προσωπικές;) Πιστεύουμε πως έχουμε μιαν απάντηση στο τελευταίο πρόβλημα και μια πρόταση για τα δύο πρώτα, περιστρεφόμενοι γύρω από ένα φαινόμενο, γνωστό ως κατηγορηματική, νευρωνική αναπαράσταση.
Τι δίνει «κατηγορηματική» ερμηνεία στα παραπάνω συμφραζόμενα; Ο καλύτερος τρόπος να το προσδιορίσουμε είναι ένα παράδειγμα. Στις αντιδράσεις της εικόνας ενός ανθρώπου ας υποθέσουμε, τα γαγγλιακά κύτταρα βολιδοσκοπούν όλο το πεδίο του αμφιβληστροειδούς χιτώνα, όπως ακριβώς τα pixels στην οθόνη μιας τηλεόρασης, για να δημιουργήσει μια απόλυτη αναπαράσταση του προσώπου. Την ίδια στιγμή, μπορούν επίσης ν’ αντιδράσουν σε πάμπολλα άλλα χαρακτηριστικά της εικόνας, όπως οι σκιές, οι γραμμές, ο ανομοιογενής φωτισμός κλπ.
Μερικοί νευρώνες, υψηλά ιστάμενοι στην ιεραρχία του οπτικού φλοιού αντιδρούν κυρίως στο πρόσωπο ή ακόμα στο πρόσωπο ιδωμένο από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία. Τέτοιοι νευρώνες βοηθούν τον εγκέφαλο ν’ αναπαραστήσει το πρόσωπο μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο. Οι απώλειά τους, που είναι αποτέλεσμα ενός χτυπήματος ή κάποιας άλλης εγκεφαλικής βλάβης, οδηγεί στην προσωπαγνωσία, μια ανικανότητα του ατόμου ν’ αναγνωρίζει συνειδησιακά, φιλικά του πρόσωπα -ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό- παρ’ όλο που το άτομο ένα πρόσωπο σαν ένα πρόσωπο.
Παρόμοια, βλάβες σε άλλα σημεία του οπτικού φλοιού, μπορούν να προκαλέσουν σε κάποιον την απώλεια της εμπειρίας των χρωμάτων, ενώ ακόμα μπορεί να δει τις αποχρώσεις του μαύρου και άσπρου, παρ’ όλο που δεν υπάρχει ελάττωμα στη σύλληψη των χρωμάτων στο μάτι.
Σε κάθε επίπεδο, η οπτική πληροφορία επανακωδικοποιείται τυπικά με έναν ημιεραρχικό τρόπο. Τα γαγγλιακά κύτταρα του αμφιβληστροειδούς αντιδρούν σε μια πηγή φωτός. Οι νευρώνες, στον πρωταρχικό οπτικό φλοιό, είναι περισσότερο ειδικοί στην αντίδραση των γραμμών ή των γωνιών. Οι υψηλότεροι νευρώνες θα μπορούσαν να προτιμήσουν ένα κινούμενο περίγραμμα. Ακόμα πιο ψηλά, είναι αυτοί που αντιδρούν στα πρόσωπα ή σε άλλα φιλικά αντικείμενα. Στην κορυφή είναι αυτοί οι οποίοι σχεδιάζουν τις προ-λειτουργικές και λειτουργικές δομές στον εγκέφαλο, όπου βομβαρδίζουν τους νευρώνες που εισάγουν πράξεις τέτοιες, όπως η ομιλία ή η αποφυγή ενός αυτοκινήτου που έρχεται καταπάνω μας.
Η σημασία των συναισθημάτων στην ανάπτυξη του ατόμου.
Στην ανάγκη να περιγράψουμε μια υποκειμενική οπτική εμπειρία, η πληροφορία πρέπει να μεταδοθεί στο επίπεδο εκκινητικής παραγωγής του εγκεφάλου, εκεί όπου είναι δυνατή η ομιλία ή άλλες πράξεις. Αυτή η μετάδοση αφορά και ως συνέπεια την επανακωδικοποίηση της πληροφορίας, έτσι ώστε η κατηγορηματική πληροφορία εκφράζεται από τους κινητικούς – λειτουργικούς νευρώνες που συσχετίζονται, όχι όμως αναγνωριστικά, στην κατηγορηματική πληροφορία που εκφράζεται από την πυροδότηση των νευρώνων, που σχετίζονται με τη χρωματική εμπειρία, σε κάποιο επίπεδο στην οπτική ιεραρχία.
Δεν είναι δυνατόν να συνδέσουμε με λέξεις και ιδέες την ακριβή φύση μιας υποκειμενικής εμπειρίας. Είναι όμως δυνατό, να συνδέσουμε μια διάκριση μεταξύ υποκειμενικών εμπειριών – για παράδειγμα η διάκριση ανάμεσα στο κόκκινο και το πορτοκαλί. Αυτό είναι δυνατό επειδή η διάκριση σε ένα υψηλό επίπεδο, οπτικής περιοχής του φλοιού, είναι συνδεμένη με τη διάκριση στα κινητικά – λειτουργικά επίπεδα. Η συνέπεια είναι ότι δεν μπορούμε ποτέ να εξηγήσουμε σε άλλους ανθρώπους την υποκειμενική φύση της οποιαδήποτε συνειδησιακής εμπειρίας, μόνο τη σχέση της με αυτές των άλλων ατόμων.
Στις άλλες δύο ερωτήσεις, που αφορούν το γιατί έχουμε συνειδησιακές εμπειρίες και ποιο είναι αυτό που οδηγεί τις συγκεκριμένες, εμφανίζεται δυσκολότερη η εξήγηση. O Chalmers προτείνει ότι χρειάζονται την εισαγωγή της «εμπειρίας» ως ένα καινούριο ιδρυματικό χαρακτηριστικό του κόσμου, σχετιζόμενο με την ικανότητα ενός οργανισμού να υποβάλλει σε επεξεργασία πληροφορίες. Αλλά ποιοι τύποι από νευρωνικές πληροφορίες να ανταποκρίνονται στην «κυανότητα» του μπλε παρά στην «πρασινότητα» του πράσινου; Αυτά τα προβλήματα φαίνονται ως τα πιο δύσκολα στις μελέτες για τη συνείδηση.
Οι Krick, Koch προτιμούν μια ανεξάρτητη προσέγγιση, που αφορά τις ιδέες της «σημασίας». Σε ποια αίσθηση οι νευρώνες που αφορούν κατηγορηματικά τον κώδικά για ένα πρόσωπο, μπορεί να ειπωθεί ότι συνδέουν τη σημασία ενός προσώπου στο υπόλοιπο μέρος του εγκεφάλου; Τέτοια ιδιότητα πρέπει να σχετίζεται με το προβαλλόμενο πεδίο του κυττάρου – το υπόδειγμα των συναπτικών συνδέσεων στους νευρώνες που κωδικοποιείται κατηγορηματικά για συσχετισμένες συλλήψεις (ιδέες). Τέλος, αυτές οι συνδέσεις φτάνουν μέχρι την έξοδο εκκίνησης λειτουργίας. Για παράδειγμα, οι νευρώνες αντιδρούν σ’ ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, που μπορεί να είναι συνδεμένο με την έκφραση του ονόματος του προσώπου του οποίου είναι πρόσωπο, μέσω κάποιου, αλλά και τη φωνή του άλλου/άλλης, οι αναμνήσεις έχουν σχέση και με αυτόν/αυτήν και συνεχίζεται.
Τέτοιες διασυνδέσεις μεταξύ των νευρώνων είναι χρήσιμες, συμπεριφοριστικά – με άλλα λόγια έχουν σχέσεις αλληλουχίας με την ανατροφοδότηση από το σώμα και τον εξωτερικό κόσμο.
Η εννόηση προέρχεται από ένα σύστημα συνδέσεων μεταξύ αυτών των αναπαραστάσεων με άλλες, εξαπλωμένες σ’ ολόκληρο το σύστημα του φλοιού, σε μια συσχέτιση δικτύου, παρόμοια με ένα λεξικό ή με μια συσχετισμένη βάση δεδομένων. Όσο πιο διαφορετικές είναι οι συνδέσεις, τόσο πλουσιότερη είναι η εννόηση. Εάν, όπως υπάρχει στο προηγούμενο παράδειγμα της προσωπαγνωσίας, οι συνάψεις εξόδων, για ένα τέτοιο πρόσωπο, είναι μπλοκαρισμένες, τα κύτταρα θα αντιδρούν στο πρόσωπο του ατόμου, όμως δε θα μπορούσε να υπάρχει συσχετισμένη εννόηση και, έτσι, πολύ λιγότερη εμπειρία του. Γι’ αυτό το λόγο, ένα πρόσωπο θα μπορούσε να ειδωθεί όχι όμως και να αναγνωριστεί επίσης.
Βέβαια, ομάδες νευρώνων μπορούν ν’ αναλάβουν νέες λειτουργίες, επιτρέποντας στον εγκέφαλο να μάθει νέες κατηγορίες (συμπεριλαμβανομένων και προσώπων), συσχετίζοντας τις νέες κατηγορίες με τις ήδη προϋπάρχουσες. Βασικές πρωταρχικές συσχετίσεις, όπως ο πόνος, κατά ένα μέρος προϋπάρχουν από τη γέννηση, ακολούθως επανεβρίσκονται στη ζωή.
Οι πληροφορίες μπορούν πραγματικά να είναι το κλειδί της σύλληψης, όπως υποπτεύεται ο Chalmers. Μεγαλύτερη βεβαιότητα θα χρειαζόταν εξέταση και μελέτη των υψηλών, παράλληλων καναλιών της πληροφορίας, συνδεμένες – όπως οι νευρώνες – σε πολύπλοκα συστήματα. Θα ήταν χρήσιμο να προσπαθήσουμε να καθορίσουμε τα χαρακτηριστικά ενός νευρωνικού δικτύου ή κάποιων άλλων το ίδιο υπολογιστικών ενσωματώσεων, που θα πρέπει να έχει, για να γεννηθεί η εννόηση. Είναι πιθανό το γεγονός ότι τέτοιες ασκήσεις θα συμπέραναν τη νευρωνική βάση της εννόησης. Το πολύ δύσκολο πρόβλημα της συνείδησης μπορεί να εμφανιστεί μέσα από ένα εντελώς καινούριο φως. Ίσως ακόμα να εξαφανιστεί.
Συμπερασματικά, εναρμονίζοντας το συναίσθημα με τη σκέψη, ο λόγος για την εκτενή αναφορά στις λειτουργίες του εγκεφάλου, είναι η καθαρά ιατρική απόδειξη μέσω των μαγνητικών ανιχνεύσεων των μερών του εγκεφάλου, η καθαρά επιστημονική, όχι ακαδημαϊκή απόδειξη ότι η κατεύθυνση του συρμού των νευρώνων και η επιλογή των συνάψεων που συμβαίνουν κάθε μέρος του δευτερολέπτου, ανήκουν προσωπικά στον καθένα μας.
Η συνείδησή μας, σαν αυτοοργανώσιμο σύστημα, διαμορφώνει τις σκέψεις και πράξεις μας. Είμαστε ελεύθεροι από κάθε άποψη και ταυτόχρονα υπεύθυνοι για οποιαδήποτε στιγμιαία σκέψη και πράξη. Οι προμετωπιαίες μεταιχμιακές διασυνδέσεις είναι κρίσιμες και ουσιαστικές στο να μας οδηγήσουν στις αποφάσεις που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία στη ζωή μας.
Ξεκινήσαμε με το Δρ. Νταμάζιο και τελειώνουμε με τις έρευνες που διεξήγαγε πάνω στο τι δημιουργεί μειονεξία σε ασθενείς με βλάβη στο κύκλωμα προμετωπιαίου – αμυγδαλής. Η ικανότητά τους να παίρνουν αποφάσεις έχει πληγεί σημαντικά και παρά ταύτα δεν εμφανίζουν κανένα περιορισμό του νοητικού τους πηλίκου ή οποιασδήποτε άλλης γνωστικής ικανότητας. Ο Δρ. Νταμάζιο αναφέρει ότι οι αποφάσεις τους είναι τόσο άστοχες επειδή έχουν χάσει την πρόσβαση στη συναισθηματική νοημοσύνη.
Άρα τα συναισθήματα είναι τυπικά απαραίτητα στη λήψη λογικών αποφάσεων. Μας υποδεικνύουν τη σωστή κατεύθυνση, όπου η στεγνή λογική μπορεί να είναι η καλύτερη επιλογή. Με τον τρόπο αυτό ο συγκινησιακός εγκέφαλος εμπλέκεται στη λογική σκέψη όσο και ο σκεπτόμενος εγκέφαλος. Ο νους δεν μπορεί να λειτουργήσει στην εντέλεια χωρίς τη συναισθηματική νοημοσύνη. Κανονικά η συμπληρωματικότητα του μεταιχμιακού συστήματος και του νεοφλοιού, της αμυγδαλής και των προμετωπιαίων λοβών σημαίνει ότι το καθένα είναι το έτερον ήμισυ του άλλου στη διανοητική ζωή. Όταν αυτά τα δύο συμπληρωματικά μέρη αλληλεπιδρούν ικανοποιητικά, η συναισθηματική νοημοσύνη προάγεται – όπως και η πνευματική ικανότητα.
Ο Paul McLean (1978), ερευνητής του εγκεφάλου, πιστεύει ότι ο αλτρουισμός και η εμπάθεια είναι άμεσα συσχετισμένοι με τη λειτουργία του προμετωπιαίου φλοιού, το νεότερο μέρος του ανθρώπινου εγκεφάλου. Προτείνει ότι, εάν αυτοί οι νευρωνικοί συρμοί, δεν καταφέρουν να μπουν στο παιχνίδι στο κρίσιμο στάδιο στάδιο της ανάπτυξης, στην παιδική ηλικία, ίσως ποτέ δεν θα μπορέσουν να λειτουργήσουν κανονικά. Εφόσον παρέχουμε ένα «αντιδραστικό» εκπαιδευτικό περιβάλλον στα παιδιά, μπορεί αυτό το περιβάλλον να ειδωθεί σαν καίρια σημαντικό για την βιολογική, πνευματική και συναισθηματική ανάπτυξή τους.
Δείκτης Νοημοσύνης & Συναισθηματική Νοημοσύνη
Ο Δείκτης Νοημοσύνης ΔΝ (IQ) και η Συναισθηματική Νοημοσύνη ΣΝ, (EQ) δεν είναι δύο αντικρουόμενες, αλλά δύο ξεχωριστές ικανότητες. Η δυνατότητα μέτρησης της ΣΝ με απλό τεστ, όπως του ΔΝ, δεν είναι εύκολη. Παρόλο που διεξάγεται ευρύτατη έρευνα σε καθένα από τα συστατικά της στοιχεία, μερικά απ’ αυτά όπως η ενσυναίσθηση, μπορούν να εκτιμηθούν καλύτερα με δειγματοληψία της ικανότητας ενός ατόμου πρακτικά – όπως π.χ. με την ερμηνεία των συναισθημάτων ενός ατόμου μέσα από μια βιντεοταινία αποτυπωμένων εκφράσεων του προσώπου του.
Η ρήση του *Χείλωνα Δαμαγέτου του Λακεδαιμόνιου το γνωστό «γνώθι σ’ αυτόν» εκφράζει ακριβώς αυτόν το θεμέλιο λίθο της συναισθηματικής νοημοσύνης: να αντιλαμβάνεσαι τα συναισθήματά σου μόλις γεννηθούν μέσα σου. Οι ψυχολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο «μεταγνώση» για να αναφερθούν στην αντίληψη της διαδικασίας της σκέψης, καθώς και τον όρο «μετασυναίσθημα» για να υποδηλώσουν την αντίληψη των συναισθημάτων του ατόμου. Ο συγγραφέας της «Συναισθηματικής Νοημοσύνης» Daniel Goleman, προτιμά τον όρο αυτοεπίγνωση, με την έννοια της συνεχούς προσοχής του ατόμου στις εσωτερικές του καταστάσεις (παραφύλαξη, παραμόνεμα, παρατήρηση). Σ’ αυτήν την αυτοανακλαστική επίγνωση ο νους παρατηρεί και διερευνά την ίδια την εμπειρία, η οποία συμπεριλαμβάνει το συναίσθημα.
«Νους ορά και Νους ακούει» Αριστοτέλης
Αυτή η ιδιότητα της αντίληψης συγγενεύει με αυτό που η επίσημη ψυχολογία αναφέρει ως «ισομερώς διάχυτη προσοχή». Αυτή η προσοχή προσλαμβάνει οτιδήποτε περνά από την αντίληψη με αμεροληψία, ως αυτόπτης μάρτυρας που ενδιαφέρεται, αν και δε συμμετέχει. Μερικοί ψυχολόγοι αποκαλούν «παρατηρητικό εγώ» την ικανότητα της αυτοεπίγνωσης που επιτρέπει στον παρατηρητή να παρατηρήσει τις ίδιες του τις αντιδράσεις προς αυτό που λέει ο αναλυόμενος, και που η διαδικασία του ελεύθερου συνειρμού καλλιεργεί στον ασθενή.
Η αυτοεπίγνωση δεν είναι μια προσοχή που παρασύρεται από τα συναισθήματα, υπεραντιδρώντας και διευρύνοντας αυτό που γίνεται αντιληπτό. Μάλλον είναι μια ουδέτερη μέθοδος που συντηρεί την αυτοαντανάκλαση ακόμα και μέσα σε θυελλώδεις συγκινήσεις. Ο Γουόλιαμ Στάιρον μιλάει για την αίσθηση «ότι συνοδεύεται από ένα δεύτερο εαυτό, έναν παρατηρητή φάντασμα, ο οποίος, χωρίς να μοιράζεται την παραφροσύνη του σωσία του, είναι ικανός να παρατηρεί με απαθή περιέργεια τον αγώνα του συντρόφου του».
Αυτοεπίγνωση, με λίγα λόγια, σημαίνει «αντίληψη και της διάθεσής μας και των σκέψεών μας σχετικά με αυτή τη διάθεση» σύμφωνα με τον Τζων Μέγιερ, ψυχολόγο στο Πανεπιστήμιο του Νιου Χάμσαϊρ. Θεωρεί ότι οι άνθρωποι διαμορφώνουν διαφορετικά και ξεχωριστά στυλ καθώς αναγνωρίζουν και μαθαίνουν να χειρίζονται τα συναισθήματά τους.
Αυτογνώστες: Οι άνθρωποι που έχουν επίγνωση των διαθέσεών τους την ώρα που τις βιώνουν και εξειδικεύουν κάπως την συναισθηματική τους ζωή.
Καταπιεσμένοι: Είναι άνθρωποι που νιώθουν να πνίγονται από τα συναισθήματά τους και δεν μπορούν ν’ απαλλαγούν από αυτά, λες και οι ίδιες οι διαθέσεις τους έχουν πάρει το «πάνω χέρι».
Δεκτικοί: Ενώ οι άνθρωποι συχνά είναι σαφείς ως προς τι νιώθουν πραγματικά, τείνουν παράλληλα ν’ αποδέχονται τις διαθέσεις τους έτσι δεν προσπαθούν να τις αλλάξουν.
Σε ακραίες καταστάσεις η συναισθηματική αυτοεπίγνωση μερικών ανθρώπων είναι συγκλονιστική, ενώ άλλων είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Οι γυναίκες γενικά, σύμφωνα με τον Ντίνερ, ψυχολόγο στο Πανεπιστήμιο του Ιλλινόι, νιώθουν και τα θετικά και τα αρνητικά συναισθήματα πιο έντονα απ’ ότι οι άντρες. Η συναισθηματική ζωή είναι πιο πλούσια γι’ αυτούς που παρατηρούν περισσότερο. Πάντως αυτή η ανεπτυγμένη συναισθηματική ευαισθησία σημαίνει ότι για τους ανθρώπους αυτούς η ελάχιστη πρόκληση εξαπολύει συγκινησιακές καταιγίδες, είτε απ’ τον παράδεισο είτε από την κόλαση, ενώ όσοι βρίσκονται στο άλλο άκρο βιώνουν μόλις και με τα βίας οποιοδήποτε συναίσθημα, ακόμα και στις πιο φρικτές συνθήκες.
Ο Δρ. Πέτρος Σιφναίος, ψυχίατρος του Χάρβαρντ, επινόησε τον όρο «αλεξιθυμία» (α+λέξις+θυμός) για τους ανθρώπους που στερούνται λέξεων για τα αισθήματά τους. Οι αλεξιθυμικοί δεν είναι ανίκανοι να νιώσουν, είναι όμως ανίκανοι να αναγνωρίζουν και ιδιαίτερα ανίκανοι να περιγράψουν με λέξεις ποια ακριβώς είναι τα αισθήματά τους. Όπως παρατήρησε ο Χένρι Ροθ στο μυθιστόρημά του Call It Sleep, σχετικά με αυτή τη δύναμη του λόγου: «Αν μπορούσες να εκφράσεις με λόγια αυτό που ένιωθες θα το έκανες κτήμα σου».
η συνέχεια εδώ
http://dia-kosmos.blogspot.gr/
Comments