Το δεύτερον 15νθήμερον του Αυγούστου 1942, εξετελέσθησαν διά μαχαίρας, κατ’ εντολήν του Άρη, αι δύο αθώαι κόρες (12 και 13 ετών) του I. Κόρδα εκ Κοχλιών Ευρυτανίας, διά τον λόγον ότι ούτος εγκατέλειψε τον ΕΛΑΣ, εις τον οποίον είχε καταταγή δι’ ολίγας ημέρας. Τα δύο αυτά αθώα πλάσματα, εσφάγησαν διά μαχαίρας από δύο αντάρτας του ΕΛΑΣ, εις τους οποίους δεν είχεν εμπιστοσύνην ο Άρης και τους οποίους ήθελε να αναμείξη εις το έγκλημα. Οι δύο αντάρτες έγιναν εκτελεστοί, παρά την θέλησίν των, της εγκληματικής και απαίσιας αυτής πράξεως, υπό την απειλήν σφαγής των διά μαχαίρας υπό δύο καπεταναίων του Άρη: «Ή θα τα σφάξετε, ή θα σφάξουμε εμείς εσάς».
(«Εθνική αντίστασις του 5/42 Σ.Ε. Ψαρρού, 1941-1944» – Ιωάννης Καΐμάρας)
Εκεί τον έκλεισαν στο δεσμωτήριο και κακοποίησαν ανηλεώς. Το πρωί της 24ης Ιανουαρίου 1945 οδηγήθηκε δεμένος και ξυπόλητος, διότι του αφαιρέσανε τα υποδήματα και εις το χωρίον Παλαιορόφορας (Ωροπός) Πρέβεζας περπατώντας επί 5 ώρας γυμνός και υπό φοβερό κρύο, διότι είχε χιονίσει.
Την ιδίαν νύκτα 24 προς 25 Ιανουαρίου ο παπα-Μιχάλης εκτελέστηκε. Το πτώμα του ευρέθη από τους δικούς του έπειτα από πολλές ημέρες σε ένα ξεροπήγαδο, ακέφαλο και μισοκαμμένο με βενζίνη. Ο ιατρός που το εξέτασε γνωμάτευσε ότι υπέστη, προ του θανάτου, φρικτά βασανιστήρια από μαχαίρι και όπλο και καύση του σώματος με βενζίνη.
(«Αίμα και δάκρυ» – Χαρίλαος Τσόγκας)
Ήταν ο μόνος κάτοικος του χωριού όταν πήγαμε να εγκατασταθούμε εκεί πέρα. Έκανε μεγάλο κουράγιο, καθώς είπε, για να ανέβει μέχρι τον λόχο. Είδε, μας είπε, από μακρυά τη λάμψη που ‘καναν τα σκαφευτικά, καθώς ανοίγαμε χαρακώματα, και φοβήθηκε μήπως ξεθάψουμε τους νεκρούς χωροφύλακες που βρίσκονταν θαμμένοι εκεί πάνω. Κάθησε να πάρει ανάσα και να ξαποστάσει από την ανηφόρα, και σαν ήρθε η καρδιά στη θέση της, άρχισε να διηγιέται την ιστορία, που πριν λίγους μήνες είχε γραφεί στην ίδια εκείνη θέση.
Ο γέρος μίλαγε με έξαψη για ώρα πολλή, μονολογώντας, ενώ εμείς ακούγαμε σιωπηλοί την ανατριχιαστική ιστορία. Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες, μα θυμάμαι καλά το νόημα που έβγαινε από τα λόγια του γέρου…
Στις 13 του Γενάρη 1948, πολυάριθμο συμμορίτικο συγκρότημα επιτέθηκε στις θέσεις ενός λόχου Εθνοφρουράς, που είχε εγκατασταθεί στο «Σκρα» και που στη δύναμή του είχε προστεθεί και ένα απόσπασμα χωροφυλακής από 28 άνδρες, ενώ κάτω στο χωριό, ένας άλλος λόχος, είχε στρατοπεδεύσει από την προηγούμενη νύχτα. Ήταν κι αυτός λόχος Εθνοφρουράς που ‘ρθε για ενίσχυση, μα που έκανε το λάθος να μην καταλάβει θέσεις μάχης.
Ξημερώματα δέχτηκαν την επίθεση και μέχρι τ’ απόγευμα, όλα είχαν τελειώσει. Ο διοικητής σκοτώθηκε και οι περισσότεροι αξιωματικοί επίσης. Οι χωροφύλακες, με κανέναν τρόπο δεν δέχτηκαν να παραδοθούν και μέχρι το τελευταίο τους φυσίγγιο κρατούσαν το ύψωμα και σκόρπιζαν το θανατικό, σ’ όποιον τολμούσε να πλησιάσει τις θέσεις τους. Στο τέλος, 15 από τους αμυνόμενους πιάστηκαν αιχμάλωτοι και πέσαν στα χέρια των συμμοριτών.
Η τύχη τους υπήρξε φρικτή και ο γέρος, που μας την περιέγραψε, κόμπιαζε κάθε φορά που ήταν υποχρεωμένος να αναφέρει λεπτομέρειες.
Τους εκτελέσανε κατά τον πιο φρικτό τρόπο μπροστά στα μάτια του, σπάζοντας το κρανίο τους με πέτρες ή με τον κασμά, καθώς είπε ο γέρος.
(«Διλοχία κυνηγών» – Γεώργιος Βακαλόπουλος)
(«Διλοχία κυνηγών» – Γεώργιος Βακαλόπουλος)
Comments