“Το ανάλογο αξίωμα της κοινωνικής μηχανικής είναι: Αν κάτι δεν έχει αναφερθεί, δεν συνέβη ποτέ”
"Σε Έναν Κόσμο Προπαγάνδας, Η Αλήθεια Είναι Πάντα Μια Συνωμοσία"
"Το Ποιο Επικίνδυνο Από Όλα Τα Ηθικά Διλήμματα Είναι Όταν, Είμαστε Υποχρεωμένοι Να Κρύβουμε Την Αλήθεια Για Να Βοηθήσουμε Την Αλήθεια Να Νικήσει"

Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΘΗΚΕ

 


Είχα εντυπωσιαστεί. Ήμουν στρατιωτικός, αλλά από πολιτική δεν καταλάβαινα πολλά. Θα πολεμούσα πιστά για κάθε αυτοκράτορα που θα με διέταζε. Ήμουν ο πύργος που μια μέρα θα καταδίωκα την βασίλισσά μου.


-Γι’ αυτό σου τα είπα όλα αυτά άλλωστε, συνέχισε ο Ελισαίος. Εσείς οι Επικούρειοι δεν νοιάζεστε παρά για τον βίο που ζείτε.

-Το ξέρεις ότι για ένα από αυτά που είπες χάνεις το κεφάλι σου; είπα αλλά χωρίς τόνο απειλής στην φωνή μου.

-Να μην φοβάστε εμάς τους χριστιανούς. Το βασίλειό μας δεν είναι αυτού του κόσμου, αλλά του Ουρανού, είπε ο Κύριός μας.

Ένιωσα ανακουφισμένος μονομιάς. Δεν κινδυνεύαμε από αυτούς τότε.

-Όχι βέβαια, δεν είναι η θρησκεία μας που θα σας απειλήσει, είπε ο Ελισαίος. Εμείς αγαπάμε και τους εχθρούς μας.

-Ποιά είναι η δουλειά σου Ελισαίε; Δείχνεις να είσαι από καλή καταγωγή.

-Είμαι από οικογένεια εμπόρων σμύρνας. Όταν έγινα χριστιανός ακολούθησα τον δρόμο του Σωτήρα μας. Τώρα στον τόπο μου με ξέρουν σαν προφήτη Ελισαίο!

-Έδειχνες σίγουρος για την έκβαση από την αρχή. Πότε κατάλαβες ότι θα κερδίσεις;

-Αληθινά, όταν είδα την βασίλισσα να προελαύνει. Είδα την αιχμαλωσία του βασιλιά στον χρόνο. Μπορείς να πεις ότι το προφήτεψα.

Με κοίταξε με νόημα. Τα μαύρα μάτια του γυάλισαν στο σκοτάδι που κάλυπτε ταχιά την αγορά.

-Προφήτη Ελισαίε, θα θυμηθείς να εμπορευτείς το παιχνίδι αυτό, όπως συμφωνήσαμε;

-Σαράντα σερτέτσια Ρωμαίε, είπε γελώντας.

Σηκώθηκε και χαιρέτησε με μια ελαφριά κίνηση του κεφαλιού. Πήρε ένα ραβδί αφημένο σε ένα δέντρο πίσω του και κίνησε για τον δρόμο που οδηγούσε έξω από την πόλη.

Δεν είχα πια διάθεση για γυναικεία συντροφιά. Ένιωθα την ανάγκη να ιππεύσω πίσω στο λιμάνι, παρέα με τους στρατιώτες μου. Στον δρόμο σταμάτησα να κοιτάξω τον Ναό της Αρτέμιδος. Οι νεωκόροι βιάζονταν να σφαλίσουν τον Ναό για την νύκτα. Δύο λευκοφορεμένοι Ιερείς συζητούσαν χαμηλόφωνα στην περίβολο.

-Όχι δεν μπορεί να κινδυνεύουμε από τους χριστιανούς, ούτε από κανέναν άλλο, σκέφτηκα και τίναξα τα χαλινάρια του Νέρβα μαζί με τις έγνοιες μου.

Comments