«Στο τέλος θα θυμόμαστε, όχι τα λόγια των εχθρών μας, αλλά, την σιωπή των φίλων μας»

“Το ανάλογο αξίωμα της κοινωνικής μηχανικής είναι: Αν κάτι δεν έχει αναφερθεί, δεν συνέβη ποτέ”
"Σε Έναν Κόσμο Προπαγάνδας, Η Αλήθεια Είναι Πάντα Μια Συνωμοσία"
"Το Ποιο Επικίνδυνο Από Όλα Τα Ηθικά Διλήμματα Είναι Όταν, Είμαστε Υποχρεωμένοι Να Κρύβουμε Την Αλήθεια Για Να Βοηθήσουμε Την Αλήθεια Να Νικήσει"

Η «φιλοσοφία» του λιμπεραλισμού.

I

Η «φιλοσοφία» του λιμπεραλισμού

Μπορεῖ ἄραγε ἡ ἱστορία τοῦ παλαιοῦ κόσμου νά συνεχίση διακινουμένη μέ συνθήματα τῆς «κοινῆς γνώμης», πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι ἡ τελική σχέση «Εὐρώπης» καί ὅλου τοῦ ὑπολοίπου κόσμου εἶναι μόνο ὁ πόλεμος καί τίποτα ἄλλο; Ὅλος ὁ εἰκοστός αἰώνας πού ζοῦμε εἶναι ἕνας αἰώνας πολέμων καί τίποτα ἄλλο. Πόσοι ἀκριβῶς πόλεμοι ἔγιναν μετά τόν 2ο παγκόσμιο πόλεμο, θά ἰδῆ καλύτερα ὁ ἀναγνώστης στίς σελίδες τοῦ βιβλίου. Θά ἦταν ὅμως λάθος νά ὑποτεθῆ ὅτι ἡ περίοδος τοῦ μεσοπολέμου ὑπῆρξε περίοδος εἰρήνης. Ὑπῆρξε μόνο προπαγάνδα καί κηρύγματα περί «εἰρήνης», κατά τίς ἀπαιτήσεις τῆς «φιλειρηνικῆς» ἰδεολογίας τοῦ ἐμπορικοῦ λιμπεραλισμοῦ, εἰρήνη ὅμως ὄχι. Πρίν καλά καλά τελειώση ὁ 1ος παγκόσμιος πόλεμος, ἡ «φιλειρηνική Εὐρώπη» (τῆς «Ἑλλάδας» τοῦ Βενιζέλου συμπεριλαμβανομένης!) ἐπιτίθεται ἐναντίον τῆς «κομμουνιστικῆς δικτατορίας». Ἕνα χρόνο μετά θά ἐπιπέσουν οἱ μπολσεβίκοι ἐπί τῆς Πολωνίας. Τό 1921 θά ξεσπάση ἕνας ἀκόμα δυνατός πόλεμος μεταξύ Ἰρλανδῶν καί Ἄγγλων. Τό 1922 ἔχουμε τόν ἑλληνοτουρκικό πόλεμο, τό 1923 οἱ Γάλλοι θά καταλάβουν ἐνόπλως τό Ρούρ. Τό 1924 θά ξεσπάση ὁ πόλεμος στήν Κίνα. Τό 1931 θά καταλάβουν οἱ Γιαπωνέζοι τήν Μαντζουρία καί τό 1933 ἐπιτίθενται κατά τῶν Κινέζων στήν Σαγκάη. Τό 1935 ἐπιτίθενται οἱ Ἰταλοί στήν Ἀβησσυνία καί τό 1936 θά ξεσπάση ὁ πόλεμος στήν Ἱσπανία. Τό 1937 θά ἀρχίσουν οἱ Ἰάπωνες τόν πόλεμο ἐναντίον τῆς Κίνας. Τό 1939 θά καταλάβουν οἱ Γερμανοί τήν Πράγα καί οἱ Ἰταλοί τήν Ἀλβανία. Λίγους μῆνες μετά θά ἐπιτεθοῦν οἱ Γερμανοί κατά τῆς Πολωνίας.

Ὅλα αὐτά τά χρόνια (ὅπως καί τά μετά τόν 2ο πόλεμο, μέ τίς ἑκατοντάδες τῶν πολέμων τους) εἶναι χρόνια τῶν «διεθνῶν ὀργανισμῶν» καί τῶν κ<<ηρυγμάτων «εἰρήνης». Εἶναι, δηλαδή, ὅλος ὁ εἰκοστός αἰώνας. Τί εἴδους σύστημα ὅμως εἶναι αὐτό –καί ἐννοοῦμε αὐτό τοῦ «φιλελευθερισμοῦ»-, τό ὁποῖον δέν μπορεῖ νά ἀπαλλαγῆ οὔτε στιγμή ἀπό τήν ἀνάγκη καταφυγῆς στόν πόλεμο; Μπορεῖ τό σύστημα αὐτό νά ὁδηγήση τήν ἀνθρωπότητα στήν εἰρήνη καί τήν …ἐλευθερία; Μπορεῖ αὐτό τό σύστημα νά προαγάγη κανενός εἴδους πολιτισμό;

H «φιλοσοφία» τοῦ λιμπεραλισμοῦ εἶναι ἡ ἁπλούστερη δυνατή φιλοσοφία, διότι ἁπλούστατα, ὅπως καλύτερα θά ἰδῆ ὁ ἀναγνώστης, εἶναι μία φιλοσοφία κλοπῆς καί τίποτα ἄλλο. Εἶναι ἡ φιλοσοφία πού προγραμματίζει μέ τόν κομπιοῦτερ ποσοστά ἀνάπτυξης καί μιλάει ταυτόχρονα περί ἐλευθερίας. Εἶναι ἡ φιλοσοφία τῆς διπλῆς ἠθικῆς, πού ἀπό τήν μία μεριά κηρύσσει τήν «ἠθική τῆς ἐργασίας» γιά τόν ἁπλό ἄνθρωπο καί ἀπό τήν ἄλλη ἐν ὀνόματι τῆς «Staaträson» καί ἄλλων συναφῶν θεωρημάτων πραγματοποιεῖ τήν κρατική κλοπή, εἴτε ἀπό τάξη σέ τάξη, εἴτε ἀπό κράτος σέ κράτος. Σέ κάποια κείμενά του ὁ Κ.Mannheim (Man and society in an age of reconstruction, London 1940, γερμ. Ἔκδ. 1958, σελ.84) ἀναρωτιέται πώς μπορεῖ νά διαμορφωθῆ τό περιεχόμενο τῆς κοινωνικῆς ἠθικῆς, ὅταν οἱ ἐργαζόμενες μάζες κατανοήσουν αὐτό τό εἶδος τῆς διπλῆς ἠθικῆς. Πιστεύουμε ὅμως ὅτι τό ἐρώτημα εἶναι μᾶλλον θεωρητικῆς σημασίας, διότι οἱ ἐργαζόμενες μάζες τῆς βιομηχανικῆς ἀναπτύξεως ἐγνώριζαν ἀπό πάντα τοῦτο τό εἶδος τῆς διπλῆς ἠθικῆς. Τοῦτο ἀκριβῶς φανερώνουν ὁ σοσιαλισμός καί ὁ φασισμός, πού ἀποτελοῦν τά δύο ἐγγενῆ μικρόβια στήν θεωρία τοῦ λιμπεραλισμοῦ.

Πρόκειται γιά δύο μικρόβια, ἀπό τά ὁποῖα ὁ «φιλελευθερισμός» δέν πρόκειται νά ἀπαλλαγῆ ποτέ. Πρόκειται γιά δύο μικρόβια πού ἔχουν πάντα ἀνάγκη ἀπό τήν ἐξωτερική ἐπέκταση προκειμένου νά ἀποσοβηθοῦν ἐσωτερικά, καί ἀπόδειξη ἀποτελεῖ ἡ Ἀγγλία, ἡ ὁποία καθ’ ὅλην της τήν βιομηχανική ἀνάπτυξη δέν γνώρισε οὔτε μία ἐπανάσταση. Μερικοί, μάλιστα, θεωρητικοί τῶν ἐργαστηρίων, ἔφθασαν στό σημεῖο νά ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ ἰμπεριαλισμός καί ἡ ἀποικιοκρατία εἶναι οἱ ἐσαεί ἀπαραίτητες προϋποθέσεις τῆς «δημοκρατίας». Καί ὡς πρός μέν τόν σοσιαλισμό, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ ἕνα ἠθικῆς σημασίας αἴτημα ὡς πρός τήν τακτική τῆς ἐνδοκρατικῆς ἠθικῆς τῆς «Staatsräson», ὁ λιμπεραλισμός εὐρῆκε μεταπολεμικά τό χάπι τῆς εὐημερίας καί τοῦ καταναλωτισμοῦ, ἀφοῦ αὐτά τά στήριξε σέ μισόν αἰώνα τοπικοῦ πολέμου καί τοπικῶν συρράξεων. 
Ἡ κατάσταση τοῦ «κομμουνιστικοῦ κινδύνου» εἶναι μία κατάσταση πού ἐξυπηρέτησε τήν μεταπολεμική «Δύση», διότι οὕτως ἤ ἄλλως οἱ χῶρες τοῦ «σιδηροῦ παραπετάσματος» δέν ἧσαν οἱ χῶρες ἀποικιοκρατικῆς ἐκμετάλλευσης γιά τήν δυτική Εὐρώπη. 
Ὁ «κίνδυνος», ὅμως, θά μποροῦσε νά ἐφαρμοσθῆ ὡς ἐργαλεῖο γιά ὅλον τόν ὑπόλοιπο κόσμο, ὁ ὁποῖος ἀποτελοῦσε τό κλασσικό πεδίο ἀποικιοκρατικῆς ἐκμετάλλευσης καί ἀπό τόν ὁποῖο ἔπρεπε νά ἐπιτευχθῆ ἡ ἐπανασυγκέντρωση τοῦ κεφαλαίου. Θά ἰδοῦμε λίγο πιό κάτω γιά ποιούς λόγους ὁ ψυχρός πόλεμος ἦταν ἡ μοναδική ἐκδοχή γιά τίς καταστάσεις τῆς δυτικῆς Εὐρώπης μεταπολεμικῶς. 

Σημασία ἔχει ὅτι μέ τόν καταναλωτισμό καί τήν «μαζική κουλτούρα», ὁ «φιλελευθερισμός» κατάφερε νά ἀνταποκριθῆ στά σοσιαλιστικά αἰτήματα ὑπό τήν μορφή τῆς ἐξασφαλίσεως τῶν ἀποδοχῶν.

Μέ τόν φασισμό, ὅμως, τά πράγματα εἶναι διαφορετικά. Ὁ φασισμός, σάν ἰδεολογία, ἀποτελεῖ τό θανατηφόρο μικρόβιο γιά τήν «δημοκρατία» τοῦ λιμπεραλισμοῦ καί γιά αὐτό αὐτή γνώση ἔχουσα, ἔχει κάθε λόγο νά τόν κατεβάζη στό ἐπίπεδο τοῦ ποινικοῦ ὑποκόσμου, ἀπ’εὐθείας. Μέ τόν φασισμό δέν πρόκειται περί διαπραγματεύσεως ἀποδοχῶν καί σημείων συγκλίσεως ἠθικῶν αἰτημάτων ὅπως στόν σοσιαλισμό. Ὁ φασισμός ἀπορρίπτει συλλήβδην, ἤγουν ὁλόκληρο τό ἰδεολογικό οἰκοδόμημα τῆς φιλελεύθερης φιλοσοφίας, θεωρῶντας το ἀνεπίδεκτο βελτιώσεως καί μονίμως στρεφόμενο κατά τῆς ψυχοπνευματικῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό πού κατ’ ἐξοχήν ἀπορρίπτει ὁ φασισμός εἶναι ἡ κεντρικώτερη ἔννοια τοῦ φιλελευθερισμοῦ, δηλαδή ἐκείνη τοῦ «οἰκονομικοῦ ἀτόμου», καί μαζί μέ αὐτήν κατά λογικήν συνέπεια καί ὅλες τίς ἄλλες: εἰρηνισμό (πού τόν θεωρεῖ ἀδύνατον ὑπό φιλελεύθερον καθεστώς καί ἁπλῶς ὡς ἕνα σύστημα διαιωνίσεως τῶν συνθηκῶν πολέμου), κοσμοπολιτισμό, ὑλισμό (θεμέλιο τῆς φιλελεύθερης φιλοσοφίας), μαρξισμό (πού τόν θεωρεῖ ἀναγκαία συνέπεια τῆς οἰκονομικῆς φιλοσοφίας τοῦ λιμπεραλισμοῦ), δημοκρατία, κληρικαλισμό, κ.λπ. Ὁ φασισμός ἔρχεται μετά τήν ἐπικράτηση τῆς σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή μετά τήν σχετική ἱκανοποίηση τῶν οἰκονομικῶν αἰτημάτων καί ρωτάει «γιατί». «Εἰρήνη» καί «τάξη», ἀλλά γιατί' Ἀποταμίευση, ἀλλά γιατί' εὐζωία, ἀλλά γιατί.

Στά ἐρωτήματα αὐτά ὁ λιμπεραλισμός δέν μπορεῖ νά ἀπαντήση. Ἀφ’ ἑνός μέν γιατί τήν «εὐτυχία» τοῦ ἀνθρώπου τήν ὤρισε –θεωρητικῶς– ὡς ἐκείνη τῆς ἱκανοποιήσεως τοῦ πεινασμένου ζώου, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιατί μέσα στήν διατεταγμένη δομή τῆς βιομηχανικῆς παραγωγῆς δέν εἶναι δυνατόν νά ἐγγυθῆ κανενός εἴδους ἐλευθερία διαμορφώσεως γιά τό συγκεκριμένο ἄτομο. Ὁ φασισμός ἔρχεται ἐκ τῶν κάτω νά καλύψη τήν διάσταση μεταξύ κοινωνίας καί κράτους καί δέν ἀποτελεῖ πραξικόπημα. Ἐχύθηκε βέβαια πολλή μελάνη μεταπολεμικά καί ἐξοδεύτηκαν ἀρκούντως ἑκατομμύρια διά τῆς... ἱστοριογραφίας τῆς «κοινῆς γνώμης», γιά νά «δειχθῆ» ὅτι ὁ φασισμός, πού ἀπετέλεσε γενικό φαινόμενο στόν χῶρο τῆς Εὐρώπης, προῆλθε σάν ἀντίδραση ἀπό τήν ρωσική ἐπανάσταση τοῦ 1917.

Ἡ τρέχουσα πραγματικότητα ἀποτελεῖ τήν ἀπάντηση στίς ἰδεολογικές αὐτές ἐπιχειρήσεις: ὁ φασισμός ἐπανεβίωσε στίς εὐρωπαϊκές κοινωνίες ἀκριβῶς μέ τήν κατάργηση τοῦ σοβιετικοῦ κομμουνισμοῦ. Καί τοῦτο ἀκριβῶς σημαίνει πώς εἶναι ἐγγενές μικρόβιο τῆς φιλοσοφίας (καί τῆς καταστάσεως) τῆς «ἐλεύθερης ἀγορᾶς». Οἱ ἄνθρωποι ψάχνουν γιά ἔννοιες καί γιά νοήματα ζωῆς καί ὁ λιμπεραλισμός τούς δίνει νέα μοντέλα αὐτοκινήτων, ὑπό τήν ψυχολογική ἀπειλή ὅτι αὐτό εἶναι προυπόθεση ἐξασφαλίσεως τοῦ μεροκάματου... Αὐτή ἀκριβῶς εἶναι ἡ πραγματολογική βάση τοῦ φασισμοῦ.

Δέν εἶναι μέσα στό νόημα τούτων τῶν γραμμῶν ἡ περαιτέρω διασκόπηση τοῦ ὅτι οὔτε ὁ φασισμός ἀποτελεῖ λύση τῶν προβλημάτων. Ἀφ’ ἑνός μέν λόγῳ τῆς ἴδιας τῆς δομῆς τῆς τεχνολογικῆς παραγωγῆς, ἀφ’ ἑτέρου δέ -καί κυρίως– διότι ἡ τεχνολογικῶς ἀνεπτυγμένη Εὐρώπη σέ καμμιά ἱστορική σχέση δέν βρίσκεται μέ τίς εὐρύτερες εὐρωπαϊκές περιοχές πού ἀποτελοῦν τήν προϋπόθεση ὑπάρξεώς της. Ὅπως θά ἰδοῦμε ἀμέσως πιό κάτω, τήν διευθέτηση ὡς πρός τίς περιοχές αὐτές ὁ φασισμός τήν εἶδε ἀποκλειστικῶς καί μόνο μέσῳ πολέμου.
Αὐτό πού θέλομε νά τονίσωμε ἐδῶ εἶναι ὅτι ἡ φοβία περί τῆς ἐξασφαλίσεως τοῦ μεροκάματου, διά τῆς ὁποίας κατευθύνεται ψυχολογικά ἡ παραγωγή τῆς «ἐλεύθερης οἰκονομίας», ἀποτελεῖ τήν φυσική βάση δημιουργίας τοῦ νεοφασισμοῦ τῶν ἡμερῶν μας. 
Ἡ οἰκονομία τῆς «ἐλεύθερης ἀγορᾶς» ἔχει ἀνάγκη νά δουλεύει μέ ἀποσταθεροποιήσεις καθεστώτων, μέ πραξικοπήματα καί δικτατορίες. Αὐτά συνεπάγονται ἀναγκαστικά ἕνα ρεῦμα ξένων πρός τίς εὐρωπαϊκές μητροπόλεις, τό ὁποῖον δημιουργεῖ τά κοινωνικά ἐκεῖνα προβλήματα πού ἐκτρέφουν τήν φασιστική συμπεριφορά. Τό φιλελεύθερον κράτος τῆς ἀναπτύξεως, δέν ἐξηγεῖ βέβαια τίς αἰτίες τῶν φαινομένων αὐτῶν, ἀλλά προσπαθεῖ νά ἀντιμετωπίσει τά προβλήματα μέ συνθήματα τῆς «κοινῆς γνώμης», ὅπως αὐτό π.χ. τῆς «πολυπολιτισμικῆς κοινωνίας». Ἐπειδή ὅμως ἔτσι τά προβλήματα εἶναι φυσικό νά μή λύνωνται (πῶς νά λυθοῦν ἀφοῦ μέσα στήν ἔννοια τοῦ «πολυπολιτισμοῦ» ὁ καθένας μπορεῖ νά παραμένη αὐτό πού εἶναι;) τά πράγματα καταλήγουν κατ’ ἀνάγκην στόν ρατσισμό: ὁ προαναφερθείς καθηγητής R.Polin εἰσηγεῖτο στό βιβλίο του, γιά τούς Ἀφρικανούς πού κατακλύζουν τό Παρίσι, ἀποτελεσματικώτερες λύσεις: ἤ νά ἀφομοιωθοῦν ἤ νά διωχθοῦν...


1998

Τα κείμενα αποτελούν κεφάλαια από το έργο του Γεράσιμου Κακλαμάνη, Το «Ανατολικόν Ζήτημα» Σήμερα.
Πηγή για I (Η «φιλοσοφία» του λιμπεραλισμού)