«Στο τέλος θα θυμόμαστε, όχι τα λόγια των εχθρών μας, αλλά, την σιωπή των φίλων μας»

“Το ανάλογο αξίωμα της κοινωνικής μηχανικής είναι: Αν κάτι δεν έχει αναφερθεί, δεν συνέβη ποτέ”
"Σε Έναν Κόσμο Προπαγάνδας, Η Αλήθεια Είναι Πάντα Μια Συνωμοσία"
"Το Ποιο Επικίνδυνο Από Όλα Τα Ηθικά Διλήμματα Είναι Όταν, Είμαστε Υποχρεωμένοι Να Κρύβουμε Την Αλήθεια Για Να Βοηθήσουμε Την Αλήθεια Να Νικήσει"

Μνημείο υπάρχει στο Πειραιά για τους θυσιασθέντες στον Αβραάμ, από τους ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ για τον Απόστολο και τον γιό του Γεώργιο Συριγονάκη;


ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ: Δολοφονία δύο αθώων Πειραιωτών, 9 Δεκ. 1944

ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΥΝ ΝΑ ΔΙΔΑΣΚΕΤΑΙ

Η ΑΔΙΚΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΔΥΟ ΑΘΩΩΝ ΠΕΙΡΑΙΩΤΩΝ, ΠΑΤΕΡΑ ΚΑΙ ΓΙΟΥ, ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΣΤΙΣ 9 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1944 ΣΤΟΝ ΚΟΚΚΙΝΟΒΡΑΧΟ ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ

«Ήταν νύχτα, ξημερώματα της 6ης Δεκεμβρίου του 1944, ανήμερα της εορτής του Αγίου Νικολάου. Ο παππούς μου Νικόλαος Συριγονάκης του Αποστόλου και της Μαρίας κοιμόταν μαζί με την γιαγιά μου Μαρία και τα τέσσερα παιδιά τους, τον Αποστόλη 9 ετών, την Βασιλική 8 ετών, τον Μανώλη 5 ετών και το μόλις 19 μηνών κοριτσάκι τους Ειρήνη, στο σπίτι τους στην Αγία Σοφία του Πειραιά. Ξαφνικά μια ομάδα 5-6 ανδρών της Ο.Π.Λ.Α. χτύπησε την πόρτα του σπιτιού τους και εισέβαλαν σε αυτό με τα όπλα στα χέρια φωνάζοντας και ξεσηκώνοντας τους πάντες. “Σήκω ρε.. σηκώ ρε, σου λέμε..” φώναξαν στον παππού μου, ο οποίος ήταν ξαπλωμένος στο σαλόνι του σπιτιού και προσπαθούσε να καταλάβει τι έχει συμβεί.

Έκαναν το σπίτι άνω-κάτω και με τις ξιφολόγχες τους έσκαβαν το χώμα στην αυλή ζητώντας από τον παππού μου να τους υποδείξει που ήταν κρυμμένα τα όπλα της οικογένειας. Όπλα δεν υπήρχαν σε καμία περίπτωση στο σπίτι και έτσι ανάγκασαν τον παππού μου, που ήταν και ο μοναδικός ενήλικας άνδρας του σπιτιού, να τους ακολουθήσει δια της βίας.

Γεώργιος Συριγονάκης του Απόστολου και της Μαρίας, το γένος Νταφερμάκη. κάτοικος Αγίας Σοφίας Πειραιά. Εκτελέστηκε από τους Κομμουνιστές μαζί με τον πατέρα του Απόστολο στην περιοχή του Κοκκινοβραχου Κερατστινίου στις 9 Δεκεμβρίου 1944. Ηταν μόλις 22 ετών

Βγήκαν από το σπίτι και κατευθύνθηκαν ακριβώς στην διπλανή πόρτα, όπου έμεναν οι γονείς του παππού μου, ο πατέρας του Απόστολος Συριγονάκης με την σύζυγο του Μαρία Συριγονάκη και τον 22 ετών γιο τους Γεώργιο Συριγονάκη. Με συνοπτικές διαδικασίες ανάγκασαν δια της βίας και τους άλλους δύο άνδρες της οικογένειας να τους ακολουθήσουν. Έτσι λοιπόν αφού είχαν ξεσηκώσει όλη τη γειτονιά, πήραν μαζί τους με δεμένα χέρια τους τρεις άνδρες.. τον πατέρα (και προππαπού μου) Αποστόλη με τους δύο γιους του, τον Νικόλαο και τον Γεώργιο.

Οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά της οικογένειας συγκλονισμένοι από το γεγονός ρωτούσαν τους άνδρες της Ο.Π.Λ.Α. που τους πηγαίνουν. “Μην φοβάστε.. μια ανάκριση θα τους κάνουμε και θα γυρίσουν!” ήταν η απάντησή τους. Ο παππούς μου ο Νίκος, τρομοκρατημένος, τους ρώτησε.. “Που μας πάτε ρε παιδιά;”.. “Σκάσε ρε και προχώρα!” του απάντησαν και εξαφανίστηκαν στους δρόμους της γειτονιάς χωρίς να εξηγήσουν ποτέ και σε κανέναν τον λόγο για τον οποίο συνέβη όλο αυτό.

Αμέσως μετά η γιαγιά μου η Μαρία επικοινώνησε με τον αδερφό της τον Δημήτρη Παρηγόρη και με την βοήθειά του πήγε στο υποτυπώδες “Φρουραρχείο” της Ο.Π.Λ.Α. στην περιοχή της Αγίας Σοφίας, στην οδό Στενημάχου. Εκεί προσπάθησε να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους της οικογένειάς μας, παρακαλώντας να την αφήσουν να τους δει, αλλά δυστυχώς δεν της έδωσαν καμία σημασία.

Την επόμενη μέρα, η γιαγιά μου, πάλι μαζί με τον αδερφό της, επικοινώνησε με έναν γνωστό την εποχή εκείνη Κομμουνιστή της γειτονιάς μας, στον οποίο έδωσε ένα αρκετά μεγλάλο χρηματικό ποσό για να απελευθερώσει τους συγγενείς μας. Ο άνθρωπος αυτός, κατά την πάγια τακτική των Κομμουνιστών εκείνη την εποχή, δέχτηκε τα χρήματα υποσχόμενος ότι θα φροντίσει να αφεθούν ελεύθεροι. Μάλιστα, όταν ο θείος τον ρώτησε αν ήταν δυνατόν να τους δει, του είπε ότι είχαν ήδη μεταφερθεί σε άλλο σημείο. Στην πορεία βέβαια αποδείχτηκε ότι δεν έκανε απολύτως τίποτα για να τους βοηθήσει να απελευθερωθούν.

“Έτσι έκαναν παιδί μου αυτοί! Άμα ακούω για τον Κομμουνισμό, με πιάνει ανατριχίλα.. δεν τους θέλω με τίποτα!” μου είπε μια μέρα η θεία μου η Βασιλική, 82 ετών σήμερα.

Τρεις μέρες μετά την “απαγωγή”, το πρωϊ της 9ης Δεκεμβρίου 1944 τους οδήγησαν δεμένους χέρι-χέρι σε ζευγάρια στην περιοχή του Κοκκινόβραχου στο Κερατσίνι για να τους δολοφονήσουν. Κατά την διάρκεια της πορείας τους προς το σημείο της θυσίας, είχαν δεμένο τον προπάππο μου Αποστόλη ζευγάρι με τον μικρό του γιο τον Γιώργο, και τον παππού μου τον Νίκο ζευγάρι με τη σύζυγο του κυρίου Λίβα, ενός φίλου της οικογένειάς μας που διατηρούσε ζαχαροπλαστείο επί της οδού Παλαμηδίου, στην Αγία Σοφία του Πειραιά.

Εκεί που περπατούσαν, ο παππούς μου ο Νίκος είπε απευθυνόμενος σε έναν “βαθμοφόρο” των Κομμουνιστών. “Το ξέρω ότι μας πάτε για εκτέλεση, αλλά πείτε μου σας παρακαλώ πολύ την αιτία, γιατί μας πήρατε;”. “Πρέπει να σου πούμε ρε..;” του απάντησε αυτός. Και ο παππούς μου τότε του είπε.. “Σας ορκίζομαι στα παιδιά μου, δεν έχω πιο ιερό όρκο από αυτόν, δεν έχουμε κάνει τίποτα! Πείτε μου σας παρακαλώ πολύ γιατί μας πήρατε..;”. Και τότε ο “βαθμοφόρος” τον ρώτησε.. “Έχεις παιδιά ρε..;”. “Έχω τέσσερα παιδιά, και το τελευταίο μου είναι στην κούνια!” του είπε ο παππούς μου. Τότε ο “βαθμοφόρος”, απευθυνόμενος σε έναν σύντροφο του, είπε.. “Λύσε τον αυτόν ρε..”, και κοιτώντας τον παππού μου του είπε.. “Φύγε από δω, πήγαινε να μεγαλώσεις τα παιδιά σου!” και τον έσπρωξε πάνω σε κάτι θάμνους.

Βλέποντας ο μικρότερος αδερφός του ο Γιώργος τον αδελφό του να μένει πίσω, τον ρώτησε γεμάτος παράπονο: “Βρε Νίκο μου.. που μας πάνε;”. “Μην σε νοιάζει Γιώργο μου” του απάντησε ο παππούς μου μπροστά στον “βαθμοφόρο” και συνέχισε.. “Οι άνθρωποι θα κάνουν το χρέος τους, θα σας ανακρίνουν εκεί που σας πάνε και θα σας αφήσουν να γυρίσετε πίσω”, ελπίζοντας ότι θα τον ακούσει ο “βαθμοφόρος” και θα διατάξει την απελευθέρωση και των άλλων δύο ανθρώπων της οικογένειάς μας. Κάτι που δυστυχώς δεν συνέβει και έτσι έζησε ο παππούς μου μπροστά στα μάτια του, ανήμπορος να αντιδράσει, αυτό το φρικτό θέαμα να πηγαίνουν για εκτέλεση τον πατέρα του και τον μικρό του αδερφό. Ήταν μια εικόνα που στιγμάτισε το υπόλοιπο της ζωής του.

Ο Απόστολος Συριγονάκης του Εμμανουήλ και της Ειρήνης, γεννήθηκε το 1881 στο χωριό Ζωφόροι Πεδιάδος, του νομού Ηρακλείου Κρήτης. Σε ηλικία 16-17 ετών ήρθε στον Πειραιά όπου ξεκίνησε να εργάζεται ως ιχθυοπώλης στην Κεντρική Δημοτική Αγορά της πόλης και εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Αγίας Σοφίας. Στον Πειραιά γνώρισε και παντρεύτηκε την Μαρία Συριγονάκη το γένος Νταφερμάκη από το χωριό Επισκοπή του νομού Ηρακλείου Κρήτης και μαζί απέκτησαν 4 παιδιά. Το 1908 την Κατερίνα, τα δίδυμα Νικόλαο και Ειρήνη το 1910 και τον βενιαμίν της οικογένειας Γεώργιο το 1922.

Ο Γεώργιος γεννήθηκε στον Πειραιά και από μικρός ξεχώριζε για την ευγένεια του, το ήθος του και τις αρχές του. Δεν ήθελε να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του και του αδερφού του Νίκου, γι’αυτό και δεν συνήθιζε να πηγαίνει στο ιχθυοπωλείο της οικογένειας στην αγορά. Ήταν ένα ψηλό, λεπτό και όμορφο παλικάρι που ξεχώριζε από τους νέους της εποχής του. Ήταν ιδιαίτερα μορφωμένος και καλλιεργημένος άνθρωπος και σπούδαζε για να γίνει μεγάλος και τρανός. Δυστυχώς λόγω του τραγικού συμβάντος δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του αλλά ούτε και να κάνει οικογένεια.

Πατέρας και γιος δολοφονήθηκαν κάτω από άγνωστες μέχρι και τις μέρες μας συνθήκες, σε ηλικία 63 και 22 ετών, αντίστοιχα. Δυστυχώς η οικογένειά μου δεν έμαθε ποτέ επίσημα για την τύχη αυτών των δύο αδικοχαμένων ανθρώπων. Μέχρι και σήμερα δεν γνωρίζουμε ούτε τον τρόπο με τον οποίο δολοφονήθηκαν, ούτε και το ακριβές σημείο του φονικού στην περιοχή του Κοκκινόβραχου στο Κερατσίνι, καθώς οι σοροί τους δεν βρέθηκαν και δεν αναγνωρίστηκαν ποτέ από κανένα μέλος της οικογένειας.

Δεν υπήρξε ποτέ και για κανέναν λόγο επίσημη ενήμερωση από πουθενά. Μάλιστα πρόσφατα έπεσε στα χέρια μου η ληξιαρχική πράξη θανάτου του προπαππού μου του Αποστόλη, η οποία συντάχτηκε το 1947 κατά δήλωση της συζύγου του και προγιαγιάς μου Μαρίας, και στην οποία δεν αναφέρεται η αιτία θανάτου, παρά μόνο η ημερομηνία και η τοποθεσία.

Η προγιαγιά μου η Μαρία η Νταφερμάκη, γνωστή στην οικογένεια ως η γιαγιά η κόκκινη λόγω του κόκκινου χρώματος των μαλλιών της, είχε αγοράσει δύο φέρετρα για να κηδέψει τον άντρα της και τον γιό της. Ήθελε να τους τιμήσει και να τους αποχαιρετήσει όπως ακριβώς τους άρμοζε σύμφωνα με τις Χριστιανικές μας παραδόσεις, πράγμα που δεν κατάφερε ποτέ και έμεινε με αυτό το μαράζι. Από εκεί και μετά η ζωή της ήταν πνιγμένη στο κλάμα και τον καημό. Έχασε τον άντρα της και τον γιο της τόσο άδικα, έξι χρόνια μετά έχασε την κόρη της την Κατίνα, ενώ ένα χρόνο μετά την κόρη της έχασε τον γιο της Νίκο, τον παππού μου.

Η αδερφή του πατέρα μου Ειρήνη, 76 ετών σήμερα, μου είχε πει για την προγιαγιά μου: “Ήταν μια γυναίκα πολύ πονεμένη, γιατί στην ζωή της είχε δει περισσότερες λύπες, παρά χαρές! Και το μόνο της παράπονο από τον Θεό ήτανε γιατί δεν έπαιρνε πρώτα εκείνη και έπαιρνε τα παιδιά της!”.

Λίγες μέρες μετά την δολοφονία των ανθρώπων μας, ο Κομμουνιστής γείτονας που η γιαγιά μου του είχε δώσει χρήματα για να τους βοηθήσει, ρωτήθηκε από την οικογένεια μου, “γιατί τους πήρανε τους ανθρώπους μας οι αριστεροί;” και η απάντηση από τα χείλη του ήταν, “Συγνώμη κάναμε λάθος! Άλλο επώνυμο ψάχναμε και κατά λάθος πήραμε τους δικούς σας!”

Στον χώρο που βρισκόντουσταν τα ιχθυοπωλεία στην Κεντρική Δημοτική Αγορά του Πειραιά εκτός από το μαγαζί της οικογένειάς μου στο όνομα Συριγονάκης, υπήρχε και το ιχθυοπωλείο του Τσιγωνάκη, που οι Κομμουνιστές είχαν πληροφορίες ότι συνεργαζόταν με τους Γερμανούς κατά την διάρκεια της Κατοχής. Έτσι απλά λοιπόν, για ένα λάθος όνομα, και χωρίς πολλά – πολλά, δολοφονήθηκαν άδικα από τους Αριστερούς δύο αθώοι άνθρωποι!

Άνθρωποι που όταν τον ένδοξο Οκτώβριο του 1940 ο Εθνάρχης Ιωάννης Μεταξάς αρνήθηκε τη διεύλευση των Ιταλών από την Πατρίδα μας και όλο το Έθνος αντιστάθηκε στον εισβολέα, ήταν εκεί και έκαναν το χρέος τους. Πολέμησαν μήνες στα βουνά της Ηπείρου για την Ελλάδα μας. Και μετά τον Απρίλιο του 1941 γύρισαν σπίτι στον Πειραιά με τα πόδια.

“Άδειασαν τα σπίτια μας Νίκο μου. Είχαν φύγει όλοι οι άνδρες για να πολεμήσουν και είχαμε μείνει μόνο γυναίκες και παιδιά. Και όταν γύρισαν πίσω ήταν βρώμικοι, γεμάτοι ψείρες. Τους ανεβάσαμε στην ταράτσα του σπιτιού και τους ζεστάναμε νερό σε τσουκάλια για να πλυθούν. Είχαν μαζί τους και έναν φίλο τους Κρητικό από το μέτωπο. Τα πόδια του ήταν σε άθλια κατάσταση από τα κρυοπαγήματα. Τον βοηθήσαμε να φύγει για το νησί”, μου είχε πει η θεία μου η Βασιλική.

Την περίοδο της κατοχής η οικογένειά μου πείνασε. Παρόλο που συνέχισαν να διατηρούν το ιχθυοπωλείο, για να επιβιώσουν ξεπούλησαν από έπιπλα, σερβίτσια, μέχρι και ένα οικόπεδο με αρκετά δωμάτια στην Αγία Σοφία του Πειραιά, ιδιοκτησίας του προπάππου μου του Αποστόλη με μοναδικό σκοπό να εξασφαλίσουν λίγες λαχανίδες για τα παιδιά. Ήταν πολύ δύσκολα χρόνια, γεμάτα φόβο και αγωνία. Δεν συνεργάστηκαν ποτέ με κανέναν, ούτε επιδίωξαν να εκμεταλλευτούν τους ανθρώπους γύρω τους που έδιναν ολοκληρες περιουσίες για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Και δεν το έκαναν ούτε στην αρχή της Κατοχής που είχαν την δυνατότητα μέσω του ιχθυοπωλείου, ούτε στα μετακατοχικά χρόνια που η οικογένεια ανέκαμψε οικονομικά.

“Δεν ανακατευόντουσταν Νίκο μου ούτε με Γερμανούς, ούτε με Αριστερούς.. ούτε με κανέναν! Ο παππούς σου ο Νίκος ήταν Βασιλικός, πέθαινε για τον Βασιλιά, αλλά ποτέ δεν το διατυμπάνιζε δεξιά και αριστερά. Θα μπορούσε να είχε εκμεταλλευτεί ανθρώπους που πεινούσαν, όμως δεν το έκανε ποτέ! Θυμάμαι τον μπάρμπα μου τον Μήτσο, τον αδερφό της γιαγιάς σου που ήρθε μια μέρα στο σπίτι να μας αποχαιρετήσει. «Που πας Μήτσο), τον ρώτησε η γιαγιά σου. «Μαριώ μου κανόνισα να πάω με ένα καϊκη στην Κρήτη, μπας και καταφέρω να αγοράσω τρόφιμα για την οικογένεια. Δεν βγαίνει κατοχή χωρίς φαγητό Μαριώ, το ξέρω πως δεν θα γυρίσω, τα Γερμανικά υποβρύχια θερίζουν το Αιγαίο, αλλά θα προσπαθήσω για τα παιδιά!” μου είχε πει η θεία μου η Βασιλική, μικρό κοριτσάκι τότε και συνέχισε.. “Και γύρισε πίσω μετά από αρκετό καιρό, με αρκετά φαγώσιμα για την οικογένεια.”

Κάπως έτσι, μέσα από ένα τόσο τραγικό γεγονός, ξεκίνησε και η ιστορία της δικής μου οικογένειας. Διότι μέχρι και τη δολοφονία του αδελφού του και του πατέρα του, ο παππούς μου ο Νίκος είχε τέσσερα εν ζωή παιδιά. Και λέω εν ζωή, γιατί είχε ήδη χάσει ένα το 1939. Και μετά την εκτέλεση πήρε την απόφαση να κάνει και άλλο ένα παιδί για να του δώσει το όνομα του δολοφονημένου μικρού του αδερφού Γιώργου! Έτσι λοιπόν 2,5 χρόνια μετά την εκτέλεση, το 1947, γεννήθηκε ο πατέρας μου ο Γεώργιος Συριγονάκης του Νικολάου, ο οποίος με την γέννησή του έδωσε μεγάλη χαρά στον παππού μου Νίκο.

“Όταν γεννήθηκε ο πατέρας σου, τρελάθηκε ο πατέρας μου Νίκο μου! Πήγε στο μπακάλικο του Κόκκινου στην Παλαμηδίου και κέρασε όλη την Αγιά Σοφιά! Στην δε βάφτιση, κάλεσε όλο τον κόσμο! Έφερε τον Στελάκη τον Περπινιάδη με την ορχήστρα του και στην αυλή μας είχε φέρει μάγειρες από τη ΣΕΚ και μεγαιρεύανε και σερβίρανε τους καλεσμένους μας, γιατί δεν του άρεσε να κουράζει την γιαγιά σου!” μου είχε πει η αδερφή του πατέρα μου, η θεία μου η Βασιλική.

Ενώ η μικρότερη αδερφή του πατέρα μου, η Ειρήνη, μου είχε πει: “Μόλις μπήκε στο σπίτι η μαμή, της είπε βγάλε μου τον γιο γιατί θα σε “σκοτώσω” και θα πάω να υϊοθετήσο ένα αγόρι από το ορφανοτροφείο». Μόλις γέννησε η γιαγιά σου, και είδανε οτί ήταν αγόρι, ο παππούς σου, ενώ είχε ήδη δύο γιους, βγήκε στην γειτονιά και φώναζε «έκανα γιο».. «έκανα γιο», από την χαρά του που θα έβγαζε το όνομα του αδικοχαμένου αδερφού του!”

Ο παππούς μου ο Νίκος Συριγονάκης ήταν ένας άνθρωπος ιδιαίτερα αγαπητός, λάτρης της καλής ζωής, αθλητής της πυγμαχίας στα νιάτα του, καλός οικογενειάρχης και πολύ καλός πατέρας. Λάτρευε τα παιδιά και αν ζούσε περισσότερα χρόνια, θα είχε κάνει περισσότερα παιδιά, όπως μου είχε πει μια μέρα η μικρή του κόρη Ειρήνη. Ήταν πολύ κουβαρντάς και βοηθούσε πολύ κόσμο στην γειτονιά μας την Αγία Σοφία και στα Κιούρκα, όπου η οικογένεια παραθέριζε επί σειρα ετών.

Μάλιστα ο πατέρας μου μια μέρα μου είχε πει.. “Εκεί στα Κιούρκα ήθελαν να τον κάνουν Πρόεδρο του χωριού! Γιατί ερχόταν Τετάρτη και Σαββατοκύριακο, όταν έκλεινε το μαγαζί, με μια μηχανή τρίκυκλη γεμάτη με τελάρα ψάρια, ζάχαρη, ρύζι, αλεύρι.. τα πάντα κουβάλαγε της γιαγιάς σου. Και τα μισά τα μοίραζε στους χωριάτες, μιλάμε για το 1950 μετά τον πόλεμο που πεινούσαν όλοι. Έτσι όλο το χωριό τον αγαπούσε πολύ.”

Έφυγε από την ζωή 7,5 χρόνια μετά την εκτέλεση των ανθρώπων μας, στις 13 Ιουνίου του 1952 από ειλεό. Ητάν μόλις 42 ετών, ακριβώς στην ηλικία που είμαι εγώ στις μέρες μας! Όταν η γιαγιά μου τον πήγε εσπευσμένα στον Λευκό Σταυρό, ήταν ήδη πολύ αργά. Η νεκρώσιμος ακολουθία τελέσθηκε στον Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας στον Πειραιά και ενταφιάστηκε στο Κοιμητήριο της Ανάστασης.

Η θεία μου η Ειρήνη μου είχε πει για την ημέρα εκείνη.. “Θύμαμαι τα πάντα από την κηδεία του παππού σου Νίκο μου. Ήμουν.. δεν ήμουν 10 χρονών τότε. Η κηδεία ήταν απόγευμα, είχε πολύ κόσμο και πηγαίνοντας για το νεκροταφείο, είχαν κλείσει όλα τα μαγαζιά στην Καλιφόρνια επί της οδού Παλαμηδίου στην Αγία Σοφία. Τον αγαπούσε πολύ ο κόσμος τον παππού σου, ήταν καλός άνθρωπος!”

Τέλος.. ειλικρινά θα ήθελα πάρα πολύ, έστω και 74 χρόνια μετά, να είχα στα χέρια μου μια επίσημη απάντηση για τον λόγο για τον οποίο οι άνθρωποί μας δολοφονήθηκαν εκείνη την αποφράδα ημέρα στον Κοκκινόβραχο. Θα ήθελα πολύ να μάθω τι ακριβώς συνέβη και τι απέγιναν τα άψυχα κορμιά τους. Είναι κάτι που το χρωστάω στον 3,5 ετών γιο μου Γεώργιο Συριγονάκη του Νικολάου, τον τρίτο μετά τον θείο του πατέρα μου και τον πατέρα μου.

Παρόλα αυτά θα ήθελα να ευχηθώ, σαν γνήσιος Έλληνας Πατριώτης, να μην συμβούν ποτέ ξανά τέτοιου είδους θηριωδίες και αδικίες στην Πατρίδα μας. Και καλό θα ήταν οι οικογένειες που έχουν θρηνήσει ανθρώπους από εκείνη την τόσο δύσκολη περίοδο για την Πατρίδα μας, να μην τους λησμονούν και να μνημονεύουν τις ψυχούλες τους. Γιατί αυτό που αντίκρισαν τα ματάκια αυτών των ανθρώπων, εκείνες τις τραγικές τελευταίες στιγμές της ζωής τους, είναι πέρα από την φαντασία των σύγχρονων ανθρώπων της εποχής μας!»

(Συριγονάκης Νικόλαος του Γεωργίου)

Comments