“Το ανάλογο αξίωμα της κοινωνικής μηχανικής είναι: Αν κάτι δεν έχει αναφερθεί, δεν συνέβη ποτέ”
"Σε Έναν Κόσμο Προπαγάνδας, Η Αλήθεια Είναι Πάντα Μια Συνωμοσία"
"Το Ποιο Επικίνδυνο Από Όλα Τα Ηθικά Διλήμματα Είναι Όταν, Είμαστε Υποχρεωμένοι Να Κρύβουμε Την Αλήθεια Για Να Βοηθήσουμε Την Αλήθεια Να Νικήσει"

Η ΣΦΑΓΗ της οικογ. συνταγματάρχη Μπασάκου στη Βυτίνα από τους ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ

Οι δύο κρατούμενοι οδηγήθηκαν στο Στρατόπεδο Κρατουμένων της Κατσουλιάς και μετά τριήμερον εσφάγησαν ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΑΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΜΕ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΟ ΤΡΟΠΟ!... ΔΗΛΑΔΗ ΚΑΠΟΙΑΣ ΘΥΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΑΒΡΑΑΜ!... 



ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΣΦΑΓΕΣ, ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ: Δολοφονία οικογ. συνταγματάρχη Μπασάκου στη Βυτίνα

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Φθιώτιδας τόνισε ότι “η καταπολέμηση του αντισημιτισμού είναι προτεραιότητα για την Εκκλησία και για μενά προσωπικά”, και αναφέρθηκε στις δράσεις και στα εκπαιδευτικά προγράμματα για το Ολοκαύτωμα στα οποία η Εκκλησία συμμετέχει με τη συνεργασία του Γενικού Γραμματέα Θρησκευμάτων κ. Γιώργου Καλαντζή και του ΕΜΕ.


Από το προσωπικό ημερολόγιο του Γεωργίου Κυρ. Μπασάκου από τη Βυτίνα, γεννηθέντος 1923, για τη δολοφονία του πατέρα του, ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΗ ΓΩΡΓ. ΜΠΑΣΑΚΟΥ, Συν/ρχη Οικον. Ελέγχου Πολεμ. Διαθεσιμότητος, δικηγόρου, και της Γερμανίδος μητέρας του.

Μπορεί ο αναγνώστης να αποκομίσει μια πλήρη εικόνα για τα δεινά του λαού του «Ελεύθερου Μωριά» το 1943-44.

Όσο το ζευγάρι επενέβαινε στους Γερμανούς και έσωζε ανθρώπους της Βυτίνας και της περιοχής λόγω της γνώσης των Γερμανικών και της Γερμανίδος συζύγου –πολλές φορές και ανθρώπους του ΕΑΜ, ΕΤΑ, κλπ.- δεν είχε πρόβλημα με την ΟΠΛΑ.

Όταν οι κομμουνιστές έμαθαν ότι έστειλε γράμμα στον Παπαδόγγονα να ελευθερώσει κάποιον συγχωριανό, δικό τους κομμουνιστή, που είχαν συλλάβει τα Τάγματα Ασφαλείας, η ζωή τους τελείωσε. Διαβάστε την περιγραφή της πρώτης σύλληψης –είδος πρόβας για να δουν τις αντιδράσεις των συγχωριανών- και τη δεύτερη με προορισμό το σφαγείο.

«1 Μαΐου 1944 (Δευτέρα). Κατά τας 7 το πρωί, καθ΄ην στιγμήν εγώ είχα σηκωθεί από του ύπνου και ευρισκόμουν εις την κουζίνα, ήκουσα κτυπήματα εις την ξύλινη πόρτα πίσω από τον κήπον μας που ενώνει τον διάδρομον του κήπου του δικού μας με του Νικολοπούλου. Είδα αμέσως από μέσα το παράθυρο ότι αυτός που εκτυπούσε την πόρτα ήτο αντάρτης της ΟΠΛΑ. Εγώ δεν εμίλησα. Αυτός αφού δεν ελάμβανε επ΄ αρκετόν απάντησιν, ήρθε αμέσως μπροστά προς την είσοδον του κήπου μας και ήρχισε να κτυπά την πόρτα.

Ταραγμένος τότε άνοιξα το παράθυρο του δωματίου μου και τον ρώτησα τι θέλει. Αυτός μου είπε «Πέστε εις τον πατέρα σας και την μητέρα σας , αν θέλετε και εσείς, να έλθετε επάνω εις το χωριό που θα ομιλήση προς τους κατοίκους του χωρίου ένας «Πανπελοποννησιακός». Εγώ του απάντησα «Καλά». Έκλεισα το παράθυρο και έσπευσα εις το δωμάτιον των γονέων μου και τους είπα τα λεχθέντα υπό του αντάρτου και επιπροσθέτως τους ανέφερα ότι κατά την γνώμη μου πρόκειται περί παγίδας δια να τους αναγκάσουν αυτοί να εξέλθουν από το σπίτι και δυνηθούν να τους συλλάβουν ευκόλως. Μόλις ήκουσαν αυτά ο πατέρας μου και η μητέρα μου εταράχθησαν και με έστειλαν να πάω εις το χωριό να εξακριβώσω αυτά αν αληθεύουν και να πληροφορήσω τους κατοίκους δια να διαμαρτυρηθούν στους αντάρτας.

Οι γονείς μου εσηκώθηκαν και ετοιμάσθησαν δια να κρυφθούν σε κάποιο ασφαλές μέρος, ώστε να αποφύγουν τους αντάρτες. Εγώ δι΄ ενός δευτερεύοντος δρόμου έσπευσα εις το χωριό το οποίον απέχει 10 λεπτά από το σπίτι μας. Επήγα επάνω και είδον μερικούς αντάρτας οι οποίοι εμπόδιζαν και γύριζαν πίσω μερικούς ημιονηγούς με τα ζώα των που μετέβαιναν από την δημοσίαν οδόν της Δημητσάνης δια να φέρουν ξύλα από το δάσος. Όσους ερώτησα εκ των κατοίκων δι΄ εκείνα που μου είπε ο αντάρτης έμειναν έκπληκτοι. Όταν έφθασα εις την πλατείαν του χωριού εκ του δρόμου της Δημητσάνης, είδον πολύ κόσμο μαζεμένον γύρω από τον αρχηγό του τμήματος ΟΠΛΑ (Οργάνωσις Προστασίας Λαϊκού Αγώνος) δηλ. της Ελληνικής Κομμουνιστικής Γκε-Πε-Ου(GPU) ΤΟΝ ΕΒΡΑΙΟΝ Περικλή Σοκορέλη στυγερόν εγκληματίαν, περιστοιχισμένον από τους συντρόφους, αποβράσματα της κοινωνίας, εκτελεστάς της ΟΠΛΑ. Εις ένα άκρο της πλατείας εκάθητο ένας αντάρτης με πολυβόλον στημένον ως φρουρός, έτοιμο προς δράση. Παντού επικρατούσε ανησυχία.

Εκείνη τη στιγμήν αυτοί προέβαινον εις συλλήψεις αθώων εθνικοφρόνων πολιτών : των

1) Χαράλ. Τζίφα Καφετζή, αδερφού του ιατρού Τζίφα, απουσιάζοντος λόγω του κομμουνιστικού κινδύνου από του Οκτωβρίου π.ε. εις Αθήνας,

2) Λυκούργου Λιαροπούλου δικηγόρου, τέως πληρεξουσίου της κυβερνήσεως Παπαναστασίου δια την Γορτυνίαν, υποκινητής και αρχηγός ολοκλήρου του ΕΑΜ Γορτυνίας, τώρα αλάξας γνώμη, στραφείς εναντίον αυτών και αρχηγός του Εθνικού Κινήματος Αντιστάσεως Βυτίνης,

3) Χαράλ. Χρυσανθοπούλου ή Καραβράμου δικολάβου,

4) Ηλία Κουντάνη, ιερέως του χωριού και κουνιάδου του εθνικόφρονος λοχαγού Βασ. Αθανασίου συλληφθέντος και κακοποιηθέντος δις εις τα διάφορα στρατόπεδα υπό των ανταρτών,

5) Γεωργίου Αναγνωστοπούλου.

Επίσης αναζήτησαν, αλλά δεν εύρον, των:

1) Πάνου Θεοφιλοπούλου, Αυτοκινιστή,

2) Πάνου Καλάκου ηλεκτρολόγου του Συν/ρχη Μηχανικού Όμηρου Γιαβρούμη, ιδιοκτήτου της ηλεκτρικής εταιρείας Βυτίνης και

3) Γεωργίου Μπαρμπίκα, γεωργού.

Ενώ συνέβαιον όλα αυτά, ο πατέρας μου επήγε κρυφίως εις το σπίτι του γραμματέως του ΚΚΕ Γεωργίου Κ. Κατσίνη, ο τελευταίος έσπευσε προς τον αρχηγόν της ΟΠΛΑ δια να υποστηρίξη και σώση τον πατέρα μου. Αφού έδωκαν διαβεβαιώσεις αυτός, ο αρχηγός της ΕΤΑ Σταύρος Σουλακιώτης, ο Υπολ/γός Αθανάσιος Ανδριτσόπουλος του Εφεδρικού ΕΛΑΣ, και πολλοί άλλοι ιθύνοντες του ΕΑΜ ότι πρόκειται περί σωτήρος της Βυτίνης και ούτω απηλλάγησαν οι γονείς μου της βιαίας απαγωγής των προς το παρόν.

Ενώ συνέβαινον όλα αυτά, επήγα εις το σπίτι δια να ανακοινώσω πως είχον τα πράγματα εις το χωριό, μη γνωρίζοντας ότι ο πατέρας μου είχε πάει επάνω. Όταν ήλθον εις το σπίτι εύρον την μητέρα μου μοναχή της. Εκείνην την στιγμήν ήλθε ένας αντάρτης και είπε της μητέρας μου να πάη και αυτή εις το χωριό και ότι δήθεν το είπε ο πατέρας μου. Η μητέρα μου ηναγκάσθη να υπακούση και επήγε και αυτή. Καθ΄ οδόν όμως συνήντησε τον πατέρα μου ο οποίος ήρχετο εις το σπίτι ευχαριστημένος, κατόπιν της πρωινής ταραχής που υπέστην.

Ήτο 08.30 ώρα ότε ήλθον εις τον Ξενοδοχείον Βίλα Βάλος, όπου διέμενεν ο συλληφθείς υπ. Αριθ. (2) (ιδέ ανωτέρω) Λυκούργος Λιαρόπουλος μετά της γυναικός του, την οποίαν είχε παντευτεί προ 15 ωρών, ήτοι το προηγούμενο απόγευμα, τέσσερεις αντάρτες με τρία μουλάρια και με τον ημιονηγόν τον Θεόδωρον Πλέσσια, όπου αφού ενέκλεισαν εις ένα δωμάτιον του Ξενοδοχείου την γυναίκα και την υπηρέτριαν του συλληφθέντος, προέβησαν εις αγρίαν λεηλασίαν της περιουσίας των. Καθώς η διαμονή τους ήταν στο ξενοδοχείο Βίλλα-Βάλος, όπου ευρίσκετο όλη η οικοσκευή τους. Αι σπαραχτικαί φωναί των εγκλεισμένων γυναικών ηκοούοντο ζητούσαι βοήθεια, αλλά ματαίως. Αφού διήρπασαν τα πάντα έφυγαν. Ιδόντες εμέ εις τον δρόμον. Μου έδοκαν τα κλειδιά να ανοίξω το δωμάτιον που ήσαν αι γυναίκες. Τους ήνοιξα, ήσαν απαρηγόρητες. Αυτές, τους πλιατσικολόγους αντάρτες, τους επήραν από πίσω έως το χωριό φωνάζουσαι.

Επίσης οι ΕΒΡΑΙΟΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ αντάρτες προέβησαν εις λεηλασίαν των οικιών των συλληφθέντων (2). Χαραλ. Τζίφα, (3) Χαράλ. Χρυσανθοπούλου, (4) Ηλία Κουντάνη, (5) Γεωργίου Αναγνωστοπούλου, (6) Πάνου Θεοφιλοπούλου και (7) Γεωργίου Μπαρμπίκα.

Όταν έφυγαν οι αντάρτες με τους πέντε συλληφθέντας και τα πλίατσικα, ήθον εις το σπίτι μας ο υπεύθυνος της ΕΤΑ Βυτίνης, σαμαράς Σταύρος Σουλακιώτης μαζί με τον Γεώργιο Κατσίνη γραμματέα του ΚΚΕ και έδωκαν εις εμάς την πλήρη διαβεβαίωσι των ότι δεν πρόκειται να θιγώμεν επ΄ ουδενί λόγω ξανά από τους αντάρτες και δεν είναι ανάγκη να φοβώμεθα. Πολλοί Βυτιναίοι ήλθον και μας επισκέφθησαν δεικνύοντας την ευχαρίστησίν των δια την σωτηρία μας.

3-5-1944 (Τετάρτη). 

Σήμερον ήλθε από τα Λαγκάδια ο Σύμβουλος της Π.Ε.Ε.Α. δια την Γορτυνίαν, ο δικηγόρος Τάκης Γαλανόπυλος, όστις έδωκε εις τον πατέρα μου την πλήρη διαβεβαίωσιν ότι δεν πρέπει να ανησυχούμεν δια τίποτε και εις το μέλλον δεν θα ξαναενοχληθούμε από τους αντάρτας.

6-5-1944 (Σάββατον). 

Κατά το απόγευμα της ημέρας αυτής, δια τελευταίαν φοράν, εργάσθηκα εις τον κήπον μας με τους γονείς μου. Εσπείραμε φασόλια και αραποσίτι. […] Όταν εφάγαμε θυμάμαι που ο πατέρας μου έλεγε ότι θα σηκωνότανε αύριο πολύ πρωί δια να κάνη γράμμα του Θείου Γιάννη εις Καλάμας και του Θείου Πότη Μπασάκου, Βασιλικού Επιτρόπου του στρατοδικείου Αθηνών εις Αθήνας, δια να πάη κατόπιν και εις την εκκλησίαν. Αφού εφάγαμε ενωρίς επέσαμε και εκοιμηθήκαμε κατά τας 9.30 το βράδυ. Αλλά ποιος το ήλπιζε ότι θα έβλεπα δια τελευταίαν φοράν τους αγαπητούς μου γονείς, Τώρα κατασυγκινημένος από τα τραγικά γεγονότα που μου εσυνέβησαν κατά την φοβεράν αυτήν νύκταν δεν θα δυνηθώ να τα γράψω με πήρη λεπτομέρια τα διαδραμισθέντα.

7-5-1944 (Κυριακή). 

Θα ήτο τρεις και δέκα (03.10) η ώρα μετά τα μεσάνυκτα. Οπότε εγώ εξύπνησα αποτόμως, μη ών ακόμη κύριος του εαυτού μου ήκουσα κάποια φωνή από το δωμάτιον των γονέων μου να λέγει «-Τι με θέλετε τώρα βραδιάτικα, τι με ενοχλείτε, άστε με ήσυχο.» Τότε μια φωνή από έξω έλεγε «Δεν σας θέλωμεν τίποτε, είμαι ανακριτής και ήλθον να σας κάνω κάποια ανάκριση που έχω σταλλεί από τα Λαγκάδια, κλπ.»
Όταν ήκουσα αυτά κατάλαβα ότι ήλθαν αντάρτες έξω από το σπίτι μας. Καθ΄ ην στιγμήν σηκωνώμουν από το κρεβάτι μου άνοιξε ο πατέρας μου την πόρτα του δωματίου του και ήλθε προς το δωμάτιόν μου δια να ανάψη το λυχνάρι και να ανοίξη την εξώπορτα. Εγώ άνοιξα το παράθυρο που ήτο προς την είσοδον του κήπου μας και τι να ιδώ: Είδα ότι εκάθηντο δυο αντάρτες σκοποί εις τας δύο εμπροσθίους γωνίας του σπιτιού μας και τρείς άλλοι αντάρτες μπροστά εις την πόρτα, τότε είπα εις τους αντάρτες «Τι τρέχει ρε παιδιά, δεν μας αφήνετε σε ησυχία;» Τότε μου είπον «Μην ανησυχείς παιδί μου, δεν τρέχει τίποτε».

Εκείνη την στιγμήν έμπαινε ο πατέρας μου με τον δήθεν ανακριτήν και αρχηγόν του εξ΄ επτά ανδρών αποσπάσματος Εφ. Ανθυπολοχαγόν Αλέκον Βίγλαν, Δημοσιογράφον εκ Πειραιώς. Ήτο ένας άνδρας μέχρι 32 ετών μετρίου αναστήματος και εφαίνετο ότι ήτο μορφωμένος και γενικώς η κουβέντα του ευγενική κι ελκυστική. Το ρολόϊ έδειχνε 03.25 ακριβώς. Ο πατέρας μου και ο αντάρτης Ανθυπολοχαγός καθίσανε εις την τραπεζαρία γύρω από το τραπέζι.
Εμένα μου είπε ο Ανθ/γός- «Φύγε παιδί μου από εδώ, θέλω κάτι να ρωτήσω τον πατέρα σου».

Εγώ έφυγα και επήγα εις την κουζίνα όπου άκουγα όλη τη συζήτησι.

-Κύριε Μπασάκο, μήπως είχατε στείλλει επιστολή εις τον Παπαδόγκωνα εις την Τρίπολιν;

-Μάλιστα, έστειλα και τον παρακαλούσα να αφήση ελεύθερο τον πατέρα του αντάρτη Κων. Ζούβελον από τα Μαγούλιανα. Διότι με παρότρειναν διάφοροι Βυτιναίοι γνωστοί του συλληφθέντος επειδή γνωρίζω καλώς τον Παπαδόγκωνα και είναι πατριώτης.

-Καλά. Από κάτω η υπογραφή έλεγε Γιώργος.

-(Μπασιάκος) «Όχι δεν μπορεί να έλεγε Γιώργος, διότι εγώ την έστειλα την επιστολή.»

-Εν πάση περιπτώσει εγώ δεν γνωρίζω καλώς τα πράγματα και κάμετε γρήγορα να μας ακολουθήσετε δια να πάμε εις τα Λαγκάδια όπου θα ανακριθείτε.

-(Μπασιάκος) Μα κύριε ανακριτά, δεν μπορώ να έλθω, είμαι άνθρωπος με κλονισμένη υγεία και πέραν αυτού δείτε αυτές τις δύο επιστολές του υπευθύνου του ΕΑΜ Παναγιώτη Κάρναβου που με διαβεβαιώνει ότι δεν θα ενοχληθώ από τους αντάρτας.

-Δεν μπορώ κύριε να κάμω αλλιώς, έχω λάβει Διαταγή να σας πάω εις τα Λαγκάδια.

Τότε ο πατέρας μου, αφού διεπίστωσε το μάταιον της προσπάθειας του να αποτρέψη την σύλληψήτου, επήγε εις το δωμάτιόν του να ετοιμαστή ενώ ο ανακριτής παρέμεινε εις το δωματιόν μου. Την πόρτα του δωματίου των γονέων μου μας υποχρέωσαν να την αφήσωμεν ανοικτή, ώστε να μας επιτηρούν για να μη δραπετεύσουμε.Καθ΄ ην στιγμήν εγώ ευρισκόμην εις την τραπεζαρίαν με τον δήθεν ανακριτήν, με εφώναξε ο πατέρας μου και μου είπε να του φωτίσω με το λυχνάρι εις το πάτωμα για να εύρη ένα ξενόκουμπο που του έπεσε. Εκεί που εψάχναμε (δήθεν) μου έδωσε το χρυσό του ρολόϊ δια να το κρύψω για να μην το πάρουν αυτοί.

Όταν ετοιμάστηκε ο πατέρας μου για να φύγη με τους αντάρτες, του είπε ο ανακριτής «‘Όχι πρέπει να έλθη και η κυρία σας». Τότε είπε ο πατέρας μου: -«Μα τι την θέλετε και τη γυναίκα μου εις τα Λαγκάδια εφ΄ όσον θα έλθω εγώ;»

-«Όχι έχω λάβει Διαταγή, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.»
Ο πατέρας μου απευθύνθηκε εις έναν αντάρτη με πολιτικά, που ερχόταν τακτικά εις την Βυτίνα-ήτο καρεκλάς από τα Λαγκάδια ονόματι…

Βλαχογιάννης:

-(Μπασιάκος) Εσύ ρε παιδί μου με γνωρίζεις καλά, αφήστε την γυναίκα μου εδώ.

-(Βλαχογιάννης) Δεν μπορώ να πω τίποτε.

Τότε ετοιμάσθηκε και η μητέρα μου.

Αφού ετοιμάσθηκαν και οι δύο, μου έδωκαν τις τελευταίες οδηγίες εν συντομία εις την Γερμανική γλώσσα και τέλος εφιληθήκαμε κλαίοντες και οι τρείς μας, διότι δεν γνωρίζαμε αν θα ξαναϊδωθούμε.

Βγαίνοντες από την κυρίαν πόρτα, μου είπε τις τελευταίες λέξεις ο πατέρας μου επί λέξει: -«-Γιώργο εμείς φεύγομεν και δεν ξέρομεν αν θα έρθουμε πίσω, πάντως συ πρόσεχε το σπίτι, να βάλης αύριο την πατάτα όπως έχω κανονίσει με τον Κώστα Λάγιο. Αν συμβή τίποτε να πας εις τον Θείο το Γιάννη (Μέντη) εις Καλάμας».

Ο ανακριτής δεν με άφησε να βγω έξω από το σπίτι και μου είπε: «Μην βγαίνεις ΄εξω, πήγαινε να κοιμηθής, πρόσεχε καλά –αν βγής υπάρχει κίνδυνος να σε πετύχη καμιά σφαίρα».
-(Εγώ) «Έχω όρεξι να κοιμηθώ; Τι λέτε;».

Κάθησα εις τη πόρτα έως ότου πια δεν ηδυνάμην να ακούσω τα βήματα και την κουβέντα τους. Μόλις εβεβαιώθην ότι θα ευρίσκοντο εις απόστασιν 150 μέτρων, αμέσως εβγήκα από το σπίτι και δια της οπισθίας πόρτας του κήπου έφυγα και επήγα εις το χωριό. Αφού επέρασα μέσα από τα χωράφια, τα οποία ήσαν σπαρμένα με σιτηρά, έφθασα και εκτύπησα την πόρτα του παππά του χωριού, ονόματι Λάμπρου Σταθοπούλου, από Καμενίτσα. Μετά πολλών κτύπων εσηκώθηκε και του ανέφερα τα της συλλήψεως των γονέων μου για να μεσολαβήση εις τους αντάρτας.

Μετά, δια τον αυτόν σκοπόν, επήγα εις τον υπεύθυνον του ΕΑΜ Βυτίνης και κύριον ηθικόν αυτουργόν της μετέπειτα δολοφονίας των γονέων μου Πάνου Κάρναβου. Αυτός όμως δεν ήτο εις το σπίτι του-ήτο κρυμμένος εις ένα άλλο σπίτι, έξω από το χωριό σε μια καλύβα, ενός Γοντικα από Μαγούλιανα. Κατόπιν επήγα εις το σπίτι του γραμματέως του ΚΚΕ και αρχηγού της μυστικής ΟΠΛΑ Βυτίνης Γεωργίου Κ. Κατσίνη. Αυτός εσηκώθηκε αμέσως και επήγαμε εις αναζήτησιν του υπευθύνου του ΕΑΜ, Πάνου Κάρναβου. Τον αναζητήσαμε εις το σπίτι του υπευθύνου της ΕΤΑ, Σταύρου Σουλακιώτη, σαμαρά, όστις αμέσως προέβει εις αναζήτησίν του. Τέλος πάντων κατά τας 04.30 π.μ. ώρα τον ευρήκαμε. Αυτός με τους άλλους υπεθύνους των άλλων κλάδων, επήγε να μεσολαβήση εις τους αντάρτες, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

Μετά ήλθε ο Κάρναβος και με ερώτησε ιδιαιτέρως μήπως είχα γράψει κανένα γράμμα, επειδή από τα λεχθέντα του δήθεν ανακριτού το γράμμα έφερε την υπογραφήν Γιώργος (ενώ στη πραγματικότητα έφερε του πατέρα μου, όπως άλλωστε ο ίδιος το είχε δηλώσει στον ανακριτή). Εγώ όμως αρνήθηκα, καθώς η πραγματικότητα ήταν ότι η υπογραφή ήταν του πατέρα μου και όχι η δική μου.

Οι γονείς μου με έστειλαν να πάω εις το σπίτι και να φέρω ένα ψωμί και 20 αυγά. Εις την επιστροφήν μου εις την πλατείαν δεν εύρον τους γονείς μου , είχον πάει εις του Μιμίκου Χρυσανθοπούλου δια να φάνε το πρωϊνό τους. Επέστρεψαν φρουρούμενοι από αντάρτας, τους έδωκα τα τρόφιμα. Τότε έγινε ακόμη μια τελευταία προσπάθεια όπως σωθούν οι γονείς μου, αλλά εις μάτην. Τέλος εγώ εκνευρισθείς είπα εις τους αντάρτας: «Δεν ντρέπεσθε, αυτό είναι αναδρία να παίρνετε γυναίκες για να τις σκοτώσετε». Ο πατέρας μου μου εφώναξε: «Σουτ. Πάψε, άντε πήγαινε εις το σπίτι γρήγορα».

Θα ήτο 06.00 περίπου η ώρα όταν τους έπαιρναν. Εγώ ηκολούθουν από πίσω από τους αντάρτας. Όταν φθάσαμε απ΄ έξω από το σπίτι του Θεόδωρου Λάγιου είδον οι γονείς μου την Ελένη, αδερφήν των Θεόδωρου, και Κώστα Λάγιου με την Φανή σύζυγο του πρώτου και είπον εις την Ελένην: «Αχ Ελένη τι μας έκανες, μας επήρες εις τον λαιμόν σου».

Όταν εφθάσαμε στο σπίτι του Πέτρου Λάγιου ανέβηκαν εις τα μουλάρια του, με ημιονηγόν τον υιόν του, Γιάννη. Αφού με εφίλησαν δια τελευταίαν φοράν και με αποχαιρέτησαν, αναχώρησαν δια τα Λαγκάδια (δήθεν, διότι δεν τους πήγαν εκεί, αλλά εις το χωριό Κατσουλιά-Περδικονέρι)».

(σ.σ. Το ημερολόγιο συνεχίζεται μέχρι που ο νεαρς γυιός έλαβε ένα σημείωμα από τον πατέρα του και στη συνέχεια έμαθε τη σφαγή τους.

Οι δύο κρατούμενοι οδηγήθηκαν στο Στρατόπεδο Κρατουμένων της Κατσουλιάς και μετά τριήμερον εσφάγησαν).

Comments